Εξορθολογισμός και ειλικρίνεια ποινών
Με το νέο ποινολόγιο καθιερώνεται η ειλικρίνεια των ποινών µε την πραγματική έκτιση των επιβαλλόμενων ποινών και όχι την επιβολή ονοµαστικά αυστηρών ποινών.
Μετά από 70 χρόνια εφαρμογής του Ποινικού Κώδικα, με συχνές τροποποιήσεις και ανολοκλήρωτες προσπάθειες συνολικής αναμόρφωσής του, η κυβέρνηση Α. Τσίπρα θέτει σε δημόσια διαβούλευση ένα σχέδιο Ποινικού Κώδικα, το οποίο γίνεται δεκτό με θετικά σχόλια από τους περισσότερους αρμόδιους επαγγελματικούς και συνδικαλιστικούς φορείς αλλά και την πλειοψηφία των νομικών και ιδίως των ποινικολόγων, χωρίς να λείπουν επικρίσεις για ορισμένες από τις προτεινόμενες ρυθμίσεις.
Κύριο χαρακτηριστικό του υπό διαβούλευση σχεδίου ΠΚ είναι ο εξορθολογισμός των ποινών με προσαρμογή στη σύγχρονη μορφολογία και τυπολογία του εγκλήματος, εναρμόνιση στο ευρωπαϊκό δικαιοπολιτικό κεκτημένο και τις αντίστοιχες εξελίξεις στην ΕΕ και κυρίως σεβασμό στις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές του κράτους δικαίου και ειδικότερον της αναλογικότητας.
Με το νέο ποινολόγιο καθιερώνεται η ειλικρίνεια των ποινών με την πραγματική έκτιση των επιβαλλόμενων ποινών και όχι την επιβολή ονομαστικά αυστηρών ποινών, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα, και γι’ αυτό προβλέπεται ότι ποινές φυλάκισης από 3-5 έτη για πλημμελήματα ούτε αναστέλλονται ούτε μετατρέπονται αλλά εκτίονται στις φυλακές. Ο αποκλεισμός της δυνατότητας εξαγοράς της ποινής για πλημμελήματα με πλαίσιο ποινής από 3-5 έτη καθώς και η εισαγωγή του θεσμού της κοινωφελούς εργασίας αποτελούν σοβαρές τομές στο υπάρχον σύστημα ποινών, οι οποίες σχεδόν ομοφώνως επιδοκιμάζονται από το νομικό κόσμο.
Οι επικρίσεις για το ύψος της απειλούμενης ποινής σε εγκλήματα, όπως είναι κατοχή εκρηκτικών υλών και η διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, καθώς και οι διαφωνίες για τη μη αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη ορισμένων εγκλημάτων, όπως λ.χ. η κλοπή, αλλά και για άλλες επιμέρους ρυθμίσεις, που προκαλούν προβληματισμούς, έτυχαν της προσοχής του Υπουργού Δικαιοσύνης και πρόκειται να ληφθούν υπόψη κατά την κατάρτιση του τελικού σχεδίου ΠΚ, που θα κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή.
Οι μομφές εναντίον της κυβέρνησης για δήθεν ευνοϊκές ρυθμίσεις είτε υπέρ της Χρυσής Αυγής λόγω μείωσης της ποινής για την πράξη της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης είτε υπέρ αναρχικών, μπαχαλάκηδων και άλλων δραστών παρόμοιων εγκλημάτων εξαιτίας της μείωσης του ορίου των προβλεπόμενων ποινών για τη διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης και της μετατροπής της κατοχής εκρηκτικών υλών σε πλημμέλημα πέραν του ότι ενέχουν σοβαρή αντίφαση, αφού δεν είναι λογικά αναμενόμενο να ευνοούνται ταυτόχρονα τα δυο άκρα του πολιτικού φάσματος χωρίς αφανή ή εμφανή ιδιοτελή αιτία, πολιτική σκοπιμότητα και κομματικό συμφέρον, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αφού πρόκειται για προϊόν μακρόχρονης εργασίας επιτροπής ειδικών επιστημόνων εγνωσμένου κύρους, που εκπροσωπούν θεσμικούς φορείς, και όχι για έργο της κυβέρνησης, που θα φέρει την αποκλειστική ευθύνη για το τελικό νομοσχέδιο, που θα κατατεθεί στη Βουλή. Σημειωτέον ότι ουδεμία σημαντική νομοθετική πρωτοβουλία πρέπει να εξαρτάται από την εκάστοτε τρέχουσα πολιτική συγκυρία και να επηρεάζεται από εν εξελίξει δίκες για σοβαρές υποθέσεις, αφού πάντα υπάρχουν πολιτικές εξελίξεις και εκκρεμείς δίκες και η νομοθέτηση ουδέποτε γίνεται σε δικαστικά και πολιτικά ουδέτερο χρόνο.
Ορθά παρατηρείται ότι η λελογισμένη μείωση των ποινών κατ’ εφαρμογή της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας είναι θεμιτή και δικαιοπολιτικά και από την σκοπιά της αντεγκληματικής πολιτικής, πλην όμως πρέπει να συνοδευτεί από αναπροσαρμογή των ορίων και προϋποθέσεων εφαρμογής της υφ’ όρον απόλυσης για να διασφαλίζεται η ουσιαστική έκτιση της επιβαλλόμενης ποινής και η πραγμάτωση των σκοπών της γενικής και ειδικής πρόληψης των εγκλημάτων.
Παντού και πάντοτε οι ποινικοί κώδικες είναι από τα πιο κρίσιμα για την διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης νομοθετήματα, στις διατάξεις τους συμπυκνώνεται το δόγμα του ποινικού δικαίου, που επικρατεί στην θεωρία και πράξη στη συγκεκριμένη κοινωνία, και γι’ αυτό στο κείμενό τους απεικονίζονται οι αναζητήσεις της θεωρίας και οι απαιτήσεις της πράξης με αναπόφευκτη συνέπεια να είναι αδύνατη η ομοφωνία γύρω από όλα τα αναφυόμενα σχετικά ζητήματα. Οι όποιες αντιρρήσεις, διαφωνίες και επιφυλάξεις μπορεί να αντιμετωπισθούν με διάλογο και πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι σε όλες τις κοινωνίες οι ριζικές αλλαγές προκαλούν ανησυχίες και προβληματισμό σε πολλούς ανθρώπους και φοβικά σύνδρομα σε ορισμένους πολίτες, που αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις εκμεταλλεύονται, πλην όμως στα δημοκρατικά κράτη το ανέφικτο της ομοφωνίας αντιμετωπίζεται με την καθιέρωση της αρχής της πλειοψηφίας, η οποία στα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα ορίζει την κυβέρνηση, που έχει και την τελική ευθύνη της επιλογής και της απόφασης.
Αναδημοσιεύσεις: