αναζήτηση

«Έσπασε η ομερτά»

Κύριε Μαντζουράνη, μετά τις δίκες της «17η Νοέμβρη», της Siemens, της Proton Bank, της απαγωγής  Παναγόπουλου, σας συναντάμε σε μια ακόμη «σκληρή δίκη» με πολιτικές προεκτάσεις. Σήμερα υπερασπίζεστε τον Αντώνη Κάντα στην υπόθεση των αμυντικών εξοπλιστικών προγραμμάτων και του χρηματισμού μιας σειράς παραγόντων. Τι σας έλκει σε αυτές τις υποθέσεις και γιατί εκτιμάτε ότι σας επιλέγουν;

«Η απάντηση στο πρώτο σκέλος της ερώτησης εντοπίζεται στον χαρακτήρα, στη διαδρομή ζωής. στις εμπειρίες, στις σπουδές και τελικώς στις επιλογές μου ως ανθρώπου, επαγγελματία και πολίτη.

Άλλωστε οι ποινικές υποθέσεις με πολιτικές προεκτάσεις συνήθως ~αν όχι πάντοτε- εμφανίζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο από νομικής αλλά και από κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής σκοπιάς. Αυτά τα χαρακτηριστικά στοιχεία καθιστούν τη δικηγορική ενασχόληση με παρόμοιες υποθέσεις μια γοητευτική περιπέτεια. Στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας δεν είμαι ο πλέον κατάλληλος να απαντήσω, γιατί αφορά επιλογές όχι εμού του ιδίου αλλά τρίτων προσώπων, που είναι τα πλέον αρμόδια να εξηγήσουν γιατί με επιλέγουν ως συνήγορο υπεράσπισης. Το πιθανότερο είναι ότι και εδώ ισχύουν 3 ίδια κριτήρια όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση επιλογής συνηγόρου υπεράσπισης, ήτοι γνώση, εμπειρία, φήμη. αποτελεσματικότητα κ.λ.π.».

Είναι φανερό ότι για τον κ. Κάντα επιλέξατε ως υπερασπιστική τακτική τη συνεργασία με τις δικαστικές αρχές. Σε τι συνίσταται η συνεργασία και ποιο αποτέλεσμα προσδοκάτε ότι θα έχει;

«Όπως χαρακτηριστικούς επισημαίνει ο γνωστός Γάλλος με το προσωνύμιο “δικηγόρος του διαβόλου” Jacques Verges, στο βιβλίο του “Η στρατηγική της δίκης”, η Δικαιοσύνη πρέπει να γίνεται αντιληπτή “ως ένας κόσμος ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο σκληρός από τον πόλεμο ή το εμπόριο”, ενώ “ο νόμος ουδέποτε υπήρξε καλός, δεν έχει ευτυχές παρελθόν ούτε καλύτερο ή ανησυχητικό μέλλον: υπάρχει μια απονεκρωμένη ή ζωντανή υπεράσπιση”.

Όποιος επιδιώκει να ασκήσει μια ζωντανή υπεράσπιση, ιδίως σε περιόδους ραγδαίου επανεξοπλισμού ως ποινικής εξουσίας εισαγγελέων και ανακριτών, οφείλει να επιλέγει μεταξύ συγκρουσιακής και συναινετικής υπεράσπισης με βάση όχι αφηρημένα μέτρα και σταθμά ή γενικές αρχές και στάσεις ζωής. αλλά τουναντίον με συγκεκριμένα κριτήρια και ειδικές αναφορές στις ισχύουσες συνθήκες και στα χαρακτηριστικά στοιχεία κάθε υπόθεσης, με μοναδικό στόχο την καλύτερη δυνατή προάσπιση των συμφερόντων του εντολέα, που στις ποινικές υποθέσεις έγκειται στην αθώωση ή απαλλαγή ή επιεική ποινική μεταχείριση, δηλαδή σε μη εξοντωτική ή και αυστηρή ποινή.

Η επιλογή συγκρουσιακής ή συναινετικής υπεράσπισης πάντοτε πρέπει να γίνεται μετά από εκτίμηση των γενικών κοινωνικοπολιτικών συνθηκών, των ειδικών χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης υπόθεσης, των διαθέσιμων από τις δικαστικές αρχές αποδεικτικών στοιχείων, της προσωπικότητας του εντολέα κ.λπ.

Στην περίπτωση του κ. Α. Κάντα. μαζί με τον εταίρο συνήγορο Ηλία Μπίσια, μετά από συναξιολόγηση όλων των προαναφερθέντων, επελέγη μια συναινετική υπερασπιστική στρατηγική και τακτική.

Η στόχευση είναι ολοφάνερη. Δεν επιδιώκεται ούτε αγιοποίηση ούτε ηρωοποίηση του κ. Α. Κάντα, ει μη μόνον η υπαγωγή του στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του ισχύοντος ποινικού δικαίου για τους συνεργαζόμενους και ειλικρινώς μεταμεληθέντες κατηγορούμενους, έτσι ώστε να τύχει της προβλεπόμενης από τις σχετικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα επιεικούς ποινικής μεταχείρισης».

Ποιο από τα νέα στοιχεία που προσκόμισε ο πελάτης σας στην έρευνα θεωρείτε ποιο σημαντικό; Ποιο σημείο στην υπόθεση θεωρείτε κομβικό; Τι θα μπορούσε να ξεκλειδώσει την υπόθεση «εξοπλιστικά» καινά αναδείξει το εύρος της;

«Τα όσα ομολογεί ένας κατηγορούμενος “αφ’ εαυτών” δεν είναι επαρκή για να οδηγήσουν σε απτά αποτελέσματα, εάν δεν διασταυρώνονται και με άλλα αποδεικτικά στοιχεία, όπως μαρτυρίες, απολογίες, έγγραφα κ.λπ.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο κ. Α. Κάντας αποκάλυψε πτυχές της αλήθειας που ο ίδιος γνωρίζει “εξ ιδίας αντιλήψεως” αλλά και από πληροφορίες, ενώ παραλλήλως τις αγνοούσαν οι ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές. Με άλλες λέξεις, ανεφέρθη σε άγνωστο και μη ερευνώμενα εξοπλιστικά προγράμματα, όπου έλαβαν χώρα “ωφέλιμες πληρωμές”. Συν τοις άλλοις μίλησε με “ονοματεπώνυμα και διευθύνσεις δηλαδή με offshore εταιρείες και τραπεζικούς λογαριασμούς σε φορολογικούς παραδείσους κυρίως “εμπόρων όπλων”, δηλαδή αντιπροσώπων αμερικανικών, γερμανικών, ισραηλινών και σουηδικών εταιρειών, που είτε κατασκευάζουν είτε προμηθεύουν οπλικά συστήματα, χωρίς περιορισμό στις καλούμενες «μαρίδες» αλλά με ρητή αναφορά και σε πανελληνίως γνωστούς “καρχαρίες”.

Το πλέον σημαντικό στοιχείο, που διευκολύνει τη δικαστική έρευνα, είναι η οικειοθελής προσκόμιση όλων των εγγράφων με την κίνηση τραπεζικών λογαριασμών του, απ’ όπου προκύπτουν οι τροφοδότες λογαριασμοί, οι οποίοι με αιτήματα δικαστικής συνδρομής των Ελλήνων ανακριτών μπορεί να ανοίξουν και να αποκαλύψουν και άλλα εμπλεκόμενα πρόσωπα τα οποία υπήρξαν αποδέκτες “χρήσιμων πληρωμών” από κατασκευαστές ή προμηθευτές ή αντιπροσώπους οπλικών συστημάτων. Η οικειοθελής προσκόμιση αυτών των τραπεζικών εγγράφων διευκολύνει τα μέγιστα τις δικαστικές αρχές, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα υπήρχε πολύμηνη αν όχι πολυετής καθυστέρηση».

Μέχρι σήμερα έχουμε πληροφορηθεί ότι ο πελάτης σας έχει κατονομάσει μια σειρά πρόσωπα. Όμως παρατηρούμε ότι, με εξαίρεση τρία ήδη γνωστά στις αρχές πολιτικά πρόσωπα, δεν εμπλέκει κανέναν άλλο πολιτικό. Πώς το δικαιολογείτε αυτό; Μήπως τελικά η συνεργασία του πελάτη σας δεν είναι «πλήρης»;

Η συνεργασία οποιουδήποτε κατηγορούμενου με τις δικαστικές αρχές πρέπει να έχει ένα ανυπέρβλητο όριο. Και αυτό δεν είναι άλλο από το τι γνωρίζει ο κατηγορούμενος. Ανεξαρτήτως διώξεων των ανακριτικών αρχών, ο συνεργαζόμενος και μεταμελημένος κατηγορούμενος δεν μπορεί και δεν πρέπει να καταθέτει συμφώνως με την εκπεφρασμένη ή και την εικαζόμενη βούληση των ανακριτών και να μην περιορίζεται στα όσα γνωρίζει, για να γίνει αρεστός είτε στους ανακριτές, είτε στη κοινή γνώμη, είτε στα ΜΜΕ. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, η συνεργασία του κ. Α. Κάντα με τις δικαστικές αρχές είναι πλήρης, χωρίς εξαιρέσεις και με μοναδικό αξεπέραστο όριο την ιδία αντίληψη αυτού για την αλήθεια και την πραγματικότητα.

Εξάλλου δεν συμβάλλει στην αποκάλυψη της αλήθειας, στον ορθό καταλογισμό ποινικών ευθυνών και στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, αλλά τουναντίον αποπροσανατολίζει τις δικαστικές έρευνες π αναφορά σε πολιτικά πρόσωπα χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία, απλώς και μόνον για να ικανοποιηθεί η εν πολλοίς δικαιολογημένη αγανάκτηση της κοινής γνώμης καινά μη δυσαρεστηθούν πολλά ΜΜΕ.

Η ειλικρινής μεταμέλεια πάντοτε συνοδεύεται από φιλαλήθεια και ο ειλικρινώς μεταμελημένος κατηγορούμενος είναι φιλαλήθης και περιορίζεται σε ομολογία μόνον όσων γνωρίζει είτε εξ ιδίας αντιλήψεως είτε από πληροφορίες».

Στην περίπτωση των Λέοπαρντ 2, ο κ. Κάντας φέρεται να διαφωνεί και να ενημερώνει για τη διαφωνία του αυτή τον Γιάννο Παπαντωνίου. Είναι ο μόνος πολιτικός που ενημέρωσε; 'Όλοι αναρωτιούνται για το αν γνώριζε για το «πάρτι της μίζας» ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης.

«Ο κ. Α. Κάντας θεωρούσε εξοπλιστικό αναχρονισμό και ιδιαιτέρως υπερτιμημένη την προμήθεια των αρμάτων Leopard II όπως και πολλοί άλλοι ειδικοί εμπειρογνώμονες και στρατιωτικοί. Αυτή την εκτίμηση του εξέφρασε προφορικώς στον τότε ΥΕΘΑ Γ. Παπαντωνίου. Ουδέν άλλο πολιτικό πρόσωπο ενημέρωσε σχετικώς, ούτε βεβαίως τον τότε πρωθυπουργό Κ. Σημίτη.

Πολλοί είναι οι αναρωτώμενοι για το τι γνώριζε και τι δεν γνώριζε ο τότε πρωθυπουργός Κ. Σημίτης για τα τεκταινόμενα στον τομέα των προμηθειών οπλικών συστημάτων, όπως πολλοί εμφανίζονται ως προφήτες εκ των υστέρων και έκτου ασφαλούς.

Καταφατική απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα προϋποθέτει αποδείξεις ή έστω αποχρώσες ενδείξεις, χωρίς τις οποίες ουδείς μπορεί να τοποθετηθεί, πολλώ δε μάλλον επαγγελματίας δικηγόρος, που οφείλει να κινείται εντός του ασφαλούς πεδίου των αποδείξεων και μακράν του ναρκοπεδίου των εικασιών και των υποθέσεων».

Ζητήσαμε να ανακαλέσει την εμπειρία του ως γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου επί Ανδρέα και να μας απαντήσει αν είναι δυνατόν με τέτοια μεγάλη διακίνηση ποσών να μην είχε καταλάβει τίποτα ο Σημίτης.

Οι πρωθυπουργοί, μας εξήγησε. κατά κύριο λόγο εποπτεύουν και δεν υπεισέρχονται σε όλα τα θέματα διαχείρισης, «χωρίς όμως εξ αυτού του λόγου να απαλλάσσονται της πολιτικής ευθύνης για τις επιλογές των προσώπων στα οποία αναθέτουν υπουργικές αρμοδιότητες».

Όντας ξεκάθαρος στο Θέμα των πολιτικών ευθυνών, πρόσθεσε: «Όμως εάν αγνοεί ή γνωρίζει προς απόδειξη και μέχρι να υπάρξουν αποδείξεις, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ποινικές αλλά μόνον για πολιτικές ευθύνες όσων διατέλεσαν πρωθυπουργοί τα χρόνια του ξέφρενου χορού της μίζας στα εξοπλιστικά προγράμματα».

Μερικοί από τους ισχυρισμούς του κ. Κάντα διαψεύδονται από τα πρόσωπα τα οποία εμπλέκει. Ο κ. Λιακουνάκος διαψεύδει ότι δωροδόκησε με 600.000 ευρώ τον κ. Κάντα. Με ποιον τρόπο μη ορούν να επαληθευθούν αυτοί οι ισχυρισμοί;

«Όταν ένας κατηγορούμενος ομολογεί ότι έλαβε μετρητά, είναι προφανές ότι υπάρχει δυσχέρεια, αν όχι αδυναμία απόδειξης αυτού του ισχυρισμού του. Ο κ. Α. Κάντας παραδέχεται ότι ορισμένες φορές έλαβε μετρητά από συγκεκριμένους αντιπροσώπους εταιρειών που κατασκευάζουν ή προμηθεύουν όπλα.

Αυτές οι παραδοχές του κ. Α. Κάντα συνεπάγονται βαρύτατες ποινές, που μπορεί να είναι και ισόβια κάθειρξη.

Εδώ ανακύπτει το εύλογο ερώτημα, γιατί οποιοσδήποτε κατηγορούμενος να ψεύδεται και να ομολογεί αξιόποινες πράξεις, που μπορεί να κοστίσουν σε αυτόν βαρύτατες ποινές, ακόμη και ισόβια κάθειρξη; Η πιο λογική απάντηση σε αυτό το ερώτημα μάλλον πρέπει να αναζητηθεί στη θέλησή του να αποκαλύψει όλη και όχι μόνο μέρος της αλήθειας».

Ο κ. Κάντας ανήκε στη σφαίρα επιρροής του Τσοχατζόπουλου; Παρατηρούμε ότι απομακρύνεται από τη θέση του αναπληρωτή γενικού διευθυντή του υπουργείου Εθνικής Άμυνας λίγους μήνες μετά την αποχώρηση από το υπουργείο του Άκη Τσοχατζόπουλου.

«Ένα από τα πολλά συμπτώματα της παθογένειας του ελληνικού πολιτικού συστήματος είναι και η απαράδεκτη συμπεριφορά των υπουργών στους συνεργάτες των προ κατόχων τους.

Με άλλες λέξεις, με την εγκατάσταση του νέου υπουργού απομακρύνονται όλοι οι συνεργάτες του προηγούμενου, έστω και αν ανήκουν στο ίδιο κόμμα. Εδώ μάλλον επαληθεύεται η ρήση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ότι στην Ελλάδα οι αντίπαλοι βρίσκονται στα άλλα κόμματα και οι εχθροί στο κόμμα σου».

Για κάποιους παρατηρητές ο πελάτης σας παίζει έναν ρόλο που προσομοιάζει με αυτόν του Ζήγρα, του εξαδέλφου του κ. Τσοχατζόπουλου, και ακολουθεί παρόμοια υπερασπιστική γραμμή.

«Δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα η ταύτιση της στάσης του κ. Α. Κάντα με τη συμπεριφορά του κ. Ν. Ζήγρα. Και αυτό γιατί υπάρχουν οι ακόλουθες σημαντικές διαφορές:

α) Ο κ. Α. Κάντας επέστρεψε όλα τα χρήματα από όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς του στο ελληνικό δημόσιο πριν δεσμευθούν είτε από το ελληνικό κράτος είτε από την Ελβετία και τη Σιγκαπούρη, ενώ ο κ. Ν. Ζήγρας δεν έπραξε παρομοίως.

β) Ο κ. Α. Κάντας αποκάλυψε πρόσωπα και υποθέσεις για εξοπλιστικά προγράμματα που δεν ήταν υπό διερεύνηση από τις δικαστικές αρχές και προσκόμισε τραπεζικά έγγραφα που επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του. ενώ ο κ. Ν. Ζήγρας επιβεβαίωσε όσα ήδη ήταν γνωστό στις δικαστικές αρχές, χωρίς να προσκομίσει τραπεζικά έγγραφα.

γ) 0 κ. Α. Κάντας αποκάλυψε “ονοματεπώνυμα και διευθύνσεις” δωροδοτών χωρίς διάκριση μεταξύ “καρχαριών” και “μαρίδων”, σπάζοντας ένα πολυετές ταμπού “ομερτά” γύρω από τα εξοπλιστικά προγράμματα, το οποίο προστάτευε με ένα αδιαπέραστο πέπλο σιωπής αυτό που όλοι είχαν τούμπανο και εμείς κρυφό καμάρι, ενώ ο κ. Ν. Ζήγρας περιορίστηκε σε ομολογίες για την προσωπική συμμετοχή του σε αξιόποινες πράξεις του κ. Α. Τσοχατζόπουλου και των συνεργών του.

Κατά συνέπεια, παρά την αρχική ομοιότητα, οι περιπτώσεις των κ. Α. Κάντα και Ν. Ζήγρα είναι ουσιαστικώς διαφορετικές».

Από τη μέχρι σήμερα ενασχόληση σας και έχοντας γνώση της δικογραφίας, έχετε καταλήξει στο πώς λειτουργούσε το κύκλωμα που λυμαινόταν τις προμήθειες από τους εξοπλισμούς; Μπορείτε να μας το περιγράψετε;

«Από στοιχεία πολλών ποινικών δικογραφιών για εξοπλιστικά προγράμματα προκύπτουν με σαφήνεια οι μέθοδοι και οι τρόποι δράσης των διαφόρων κυκλωμάτων στον χώρο των εξοπλιστικών προγραμμάτων. Εν αρχή ην ο καθορισμός των αναγκών των Ενόπλων Δυνάμενων σε οπλικά συστήματα. Αντί να προσδιορίζονται οι εξοπλιστικές ανάγκες αποκλειστικώς και μόνον με βάση το δημόσιο συμφέρον, ήτοι τα επιχειρησιακά δεδομένα, τις δυνατότητες της οικονομίας και τις προτεραιότητες της κρατικής πολιτικής, η επιλογή και η ιεράρχηση των εξοπλιστικών προμηθειών επηρεάζονταν σε μεγάλο βαθμό από τα συμφέροντα των εταιρειών που κατασκευάζουν και προμηθεύουν οπλικά συστήματα, αλλά και των εγχώριων αντιπροσώπων τους.

Έτσι τα διάφορα τμήματα των Ενόπλων Δυνάμεων υπέβαλαν αιτήματα προμήθειας οπλικών συστημάτων με εξαρχής σημαδεμένα χαρτιά, ήτοι ανάγκες και προδιαγραφές που κατέληγαν σε συγκεκριμένη κατασκευάστρια ή προμηθεύτρια εταιρεία. Κατόπιν οι επιτροπές αξιολόγησης προσφορών, επιλογής της πλέον συμφέρουσας, διαπραγμάτευσης με τον επιλεγέντα προμηθευτή και κατάρτισης του σχεδίου σύμβασης συγκροτούνταν από πρόσωπα που επιλέγονταν με αδιαφανή κριτήρια και με γνώμονα την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της κατασκευάστριας ή προμηθεύτριας εταιρείας. Έτσι η όλη διαδικασία ήταν προδιαγεγραμμένη και τα πορίσματα των διαφόρων επιτροπών κατέληγαν στα εξαρχής επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Μετέπειτα όλη η ιεραρχία ενημερωνόταν και υπέγραφε τα καλούμενο Φύλλα Ενημέρωσης, που έφθαναν μέχρι τον ΥΕΘΑ. ο οποίος εισηγείτο στα αρμόδια συλλογικά όργανα της κυβέρνησης, ήτοι στο ΚΥΣΕΑ. που τελικώς ενέκρινε μία εκ των προτέρων ειλημμένη επιλογή. Οι πλέον κρίσιμοι ρόλοι ανήκουν στις επιτροπές αξιολόγησης προσφορών και επιλογής της πλέον συμφέρουσας προσφοράς, διαπραγμάτευσης με τον επιλεγέντα προμηθευτή και κατάρτισης του σχεδίου σύμβασης. Και αυτό γιατί τα πορισμάτων των επιτροπών δυσχερώς ανατρέπονταν χωρίς σημαντικό πολιτικό κόστος.

Σε όλη αυτή τη μακρά διαδικασία, “ωφέλιμες πληρωμές” λάμβαναν τα μέλη των διαφόρων επιτροπών. αλλά και όσοι είχαν δικαίωμα υποβολής γραπτών αντιρρήσεων ή δυνατότητα στέρησης στην προώθηση του συγκεκριμένου εξοπλιστικού προγράμματος.

Αναμφιβόλως η μερίδα του λέοντος των τιμών πληρωμών” κατέληγε στους έχοντες δικαίωμα υπογραφής».

Σε αυτό το «πάρτι της μίζας» τι ρόλο έπαιξαν οι πωλητές, τόσο oι Έλληνες όσο και οι ξένοι; Υπήρχε, όπως φημολογείται, πάγιο ποσοστό επί της μίζας;

ον ξέφρενο χορό των “ωφέλιμων πληρωμών” υπήρχε ρόλος για όλα τα άνθη του κακού. Έλληνες αντιπρόσωποι αλλά και στελέχη κατασκευαστριών και προμηθευτριών εταιρειών είχαν μερίδιο ευθύνης και μερτικό στη μίζα.

Τα ποσοστά των “ωφέλιμων πληρωμών” κυμαίνονταν αναλόγως με τη χώρα προέλευσης οπλικού συστήματος και τον χρόνο προμήθειας. Δηλαδή πριν από τα Ίμια τα ποσοστά ήταν μικρότερα σε σχέση με τα αντίστοιχα μετά τα Ίμια, ενώ οι κατασκευάστριες και προμηθεύτριες εταιρείες από δυτικές χώρες ήταν πιο φειδωλές σε “χρήσιμες πληρωμές” σε σχέση με τις αντίστοιχες εταιρείες από κράτη του πάλαι πότε ανατολικού μπλοκ, που ανέβασαν πολύ ψηλά τον πήχη της μίζας».

Δηλώσατε ότι οι συνθήκες είναι ώριμες για να αποδοθεί δικαιοσύνη στην υπόθεση των εξοπλισμών. Υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να ανακόψει αυτήν τη διαδικασία;

Η δικαστική εξουσία, όπως και η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, ασκείται από φυσικά πρόσωπα που ζουν και δρουν σε συγκεκριμένο ιστορικό χώρο και χρόνο. Επομένως η δικαιοσύνη αποδίδεται πάντοτε εντός και ουδέποτε εκτός κλίματος.

Στην Ελλάδα σήμερα υπάρχουν οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και το νομικό πλαίσιο που επιτρέπουν και επιβάλλουν στη δικαστική εξουσία να προχωρήσει μέχρι την άκρη του νήματος της διαπλοκής στον χώρο των εξοπλισμών αλλά και σε άλλους ευαίσθητους τομείς της δημόσιας ζωής. Αναμφισβητήτως, το έργο είναι δυσχερέστατο, τα εμπόδια μεγάλα, τα υλικοτεχνικά μέσα πενιχρά, το έμψυχο υλικό ολιγάριθμο, πλην όμως ουδέποτε από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα έχουν διαμορφωθεί ευνοϊκότερες αντικειμενικές συνθήκες και έχουν υπάρξει θετικότερες υποκειμενικές προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση της ήδη αυξημένης διαδικασίας δικαστικής κάθαρσης.

Υπό αυτές τις συνθήκες, παρίσταται εξαιρετικώς δυσχερής, αν όχι ανέφικτη, η ανακοπή ή ανατροπή αυτής της ιστορικής διαδικασίας, μολονότι στη ζωή ούτε οι δυσάρεστες εκπλήξεις ούτε οι αναποδιές μπορούν να αποκλεισθούν».

Εκτιμάτε ότι θα δούμε και άλλα πολιτικά πρόσωπα να φθάνουν μέχρι το ακροατήριο;

Σημασία δεν έχει η προσωπική εκτίμηση εμού ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου, αλλά οι προθέσεις και δυνατότητες των αρμοδίων κρατικών οργάνων. Εάν υπάρχει σταθερή βούληση, επαγγελματική επάρκεια και αρμονική συνεργασία των αρμόδιων κρατικών οργάνων, ήτοι εισαγγελέων, δικαστών, φορολογικών αρχών, ΣΔΟΕ, Αρχής για την Καταπολέμηση Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, υπηρεσιών ΥΕΘΑ. ΕΥΠ. κ.λπ., τότε θα δουν πολλά τα μάτια μας.

Μια προσωπική ερώτηση. Είχατε αντιδικτατορική δράση και υπήρξατε ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ. Πώς σχολιάζετε σήμερα τόσο τη γενικότερη πολιτική κατάσταση όσο και το κόμμα που υπηρετήσατε;

Μια ολοκληρωμένη απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να δοθεί στο πλαίσιο μιας συνέντευξης με άλλο αντικείμενο, ήτοι παρεμπιπτόντως. Επ’ ευκαιρία, μπορώ να πω ότι δεν συγκαταλέγονται στα λάθη μου ούτε μετανοώ για την αντιδικτατορική δράση μου και τη συμμετοχή στην ίδρυση του ΠΑΣΟΚ. Αλλού εντοπίζεται το καίριο σφάλμα μου. Η γενικότερη πολιτική κατάσταση είναι αποκαρδιωτική όχι μόνο λόγω των οικονομικών προβλημάτων και της συνακόλουθης φτωχοποίησης της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών με τραγικό αποκορύφωμα την εκρηκτική ανεργία, αλλά κυρίως εξαιτίας της απουσίας ελπίδας για ομαλή έξοδο από την πολύπλευρη κρίση μέσα από μια ορατή και πειστική πολιτική πρόταση.

Η αποσύνθεση του πολιτικού συστήματος σε συνάρτηση με την απαξίωση του πολιτικού προσώπου θέτει με επίταση το ερώτημα “τι δέον και μέλλον γενέσθαι”. Μόνο όποιος απαντήσει με πειστικότητα και συγκεκριμένο τρόπο σε αυτό το ερώτημα θα μπορέσει να κινητοποιήσει και να συσπειρώσει τις αναγκαίες για την αναγέννηση της κοινωνίας δυνάμεις του Έθνους,

Η κατάσταση στο κόμμα που υπηρέτησα φοβάμαι ότι δεν είναι πλέον αναστρέψιμη, παρά τις αγωνιώδεις και εργώδεις προσπάθειες του σημερινού αρχηγού του ΠΑΣΟΚ, το οποίο πληρώνει τις αμαρτίες εαυτού και των άλλων, δεδομένου ότι έλαχε να διαχειρισθεί τη χειρότερη κρίση της μεταπολιτευτικής περιόδου με τη χειρότερη ηγετική ομάδα σε ολόκληρη την ιστορική διαδρομή του, που δεν μπόρεσε να αντιληφθεί εγκαίρως το βάθος και το εύρος της επερχόμενης θύελλας, να αντισταθεί αποτελεσματικώς στις πιέσεις ξένων κέντρων, να αποκρούσει τις συντονισμένες επιθέσεις διεθνών κερδοσκόπων, να ενημερώσει τους πολίτες και να προπαρασκευάσει την άμυνα του λαού και του κράτους και γι’ αυτό τελικώς παρέδωσε την πατρίδα στην “τρόικα” και τους πολίτες στη δυστυχία.

Εν ολίγοις, το ΠΑΣΟΚ απεμπόλησε τις πατριωτικές, κοινωνικές και δημοκρατικές ρίζες του, λησμόνησε τις ιστορικές αναφορές του, απομακρύνθηκε από τα λαϊκά ερείσματα των μη προνομιούχων Ελλήνων, και έτσι όταν έχασε την ψυχή του. έχασε και τα μέλη, τους οπαδούς και τους ψηφοφόρους του».

Αναδημοσιεύσεις:

Συνεντεύξεις

Δείτε την τελευταία συνέντευξη του Γιάννη Μαντζουράνη στο