αναζήτηση

Η ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ, έντονη δραστηριότητα έχει αναπτυχθεί στις διαβαλκανικές σχέσεις μετά και από τις ελληνικές πρωτοβουλίες με τις επισκέψεις του πρωθυπουργού κ. Κ. Καραμανλή στις βαλκανικές πρωτεύουσες. Μολονότι ή αρχική αβεβαιότητα των σημαιοστολισμένων επισκέψεων και η σκόπιμη ασάφεια των εγκάρδιων προπόσεων ανήκει πια στο παρελθόν και η στιγμή για την υλοποίηση της διαβαλκανικής συνεργασίας είναι μάλλον ευνοϊκή, ή προσπέλαση από ουσιώδες προσκρούει στα στρατηγικά συμφέροντα των Υπερδυνάμεων στο βαλκανικό χώρο και σε προβλήματα πού δηλητηριάζουν τις σχέσεις των κρατών των Βαλκανίων.

ΚΑΤΩ από αυτό το πρίσμα κατανοούνται ευκολότερα και ερμηνεύονται ορθότερα οι συσχετίσεις και διαπλοκές πού συναρθρώνουν το θέμα της διαβαλκανικής συνεργασίας με το Μακεδονικό ζήτημα και το πρόβλημα των εθνικών μειονοτήτων. Πέρα από το ρόλο των Υπερδυνάμεων, τις διεθνείς συγκυρίες και άλλους εξωτερικούς παράγοντες, που σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζουν τις σχέσεις των βαλκανικών κρατών, ή αντιπαράθεση των δυο αντιθέτων απόψεων, |όσον άφορα τη διαβαλκανική συνεργασία, συναρτάται άμεσα με τις εμπλοκές πού προκαλούν στις σχέσεις των βαλκανικών κρατών τα προβλήματα των εθνικών μειονοτήτων και ειδικότερα το Μακεδονικό Ζήτημα.

ΜΕΣΑ στη γενική ιδιομορφία που χαρακτηρίζει μεταπολεμικά τα Βαλκάνια σαν γεωπολιτικό χώρο, το πρόβλημα των εθνικών μειονοτήτων της βαλκανικής παρουσιάζει την ιδιοτυπία ότι κύρια σημαδεύει και διαταράσσει τις σχέσεις εκείνων των κρατών που φυσιολογικά ο κοινός σοσιαλιστικός προσανατολισμός τους θα ’πρεπε να έχει διευκολύνει τη διευθέτηση, αν όχι και την οριστική επίλυσή του. Είναι αλήθεια ότι, ενώ τα μειονοτικά προβλήματα επηρεάζουν και χρωματίζουν τις διακρατικές σχέσεις στο βαλκανικό χώρο, η κατά καιρούς όξυνσή τους εξαρτάται από τις γενικότερες εξελίξεις όχι μόνο σε βαλκανικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι κοινά παραδεκτή άλλωστε η άποψη ότι οι αυξομειώσεις στον τόνο της διαμάχης μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας για τη μακεδονική μειονότητα θεωρούνται ένα ασφαλές βαρόμετρο των σοβιετο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων.

ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΑ προβλήματα απασχολούν ανεξαίρετα όλα τα Βαλκανικά Κράτη, εμφανίζονται όμως ιδιαίτερα περίπλοκα και σοβαρά στη Γιουγκοσλαβία που αποτελεί ένα μωσαϊκό 6 εθνοτήτων ή λαών και 18 περίπου εθνικών μειονοτήτων.

  • Η ΑΛΒΑΝΙΑ, ενώ έχει επιλύσει μάλλον ικανοποιητικά το πρόβλημα της ελληνικής μειονότητας της Β. Ηπείρου, αντιμετωπίζει δυσχέρειες με την αλβανική μειονότητα, που ζει στη Γιουγκοσλαβία. Τελευταία και πάλι η Αλβανία έθεσε το ζήτημα της αλβανικής μειονότητας της Γιουγκοσλαβίας με ιδιαίτερη έμφαση. Έτσι σε λόγο, που εξεφώνησε ο Αλβανός πρωθυπουργός Μεχμέτ Σέχου στην Αυλώνα με την ευκαιρία της διπλής επετείου της 28-29 Νοέμβρη για την ανακήρυξη, πριν από 65 χρόνια, της αλβανικής ανεξαρτησίας και την απελευθέρωση της Αλβανίας, πριν από 33 χρόνια, από τη ναζιστική και φασιστική κατοχή, προσέδωσε υπό¬βαθρο εθνικής αντίθεσης στην πολιτική και ιδεολογική διαμάχη με τη Γιουγκοσλαβία χωρίς όμως να τροφοδοτήσει την αλβανο-γιουγκοσλαβική διένεξη γύρω από την αλβανική μειονότητα του Κοσυφοπεδίου, του Μαυροβουνίου και της γιουγκοσλαβικής Μακεδο¬νίας με αξιώσεις εδαφικών προσαρτήσεων. Παρ’ όλους τους τόνους οξύτητας εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, ό Αλβανός πρωθυ¬πουργός περιορίστηκε να απαιτήσει καλύτερους όρους για την ανάπτυξη των πνευματικών και πολιτιστικών σχέσεων μεταξύ της Αλβανίας και των Αλβανών της Γιουγκοσλαβίας, χωρίς να εγείρει εδαφικές διεκδικήσεις. Αντίθετα στο τμήμα του λόγου, όπου ανα¬φέρεται στην ελληνική μειονότητα της Β. Ηπείρου, εξαίρει την συμβολή του ελληνικού κράτους στη μετακομιδή των λειψάνων τού αγωνιστή της αλβανικής ανεξαρτησίας Χασάν Πριστίνα από τη Θεσσαλονίκη, όπου είχε ταφεί, στην Αλβανία. Χαρακτήρισε δε τις ενέργειες της Ελλάδας σ’ αυτή την υπόθεση σαν «παράδειγμα πράξεων πού βοηθούν στην προσέγγιση των λαών και κρατών και συμβάλλουν στη δημιουργία ατμόσφαιρας αμοιβαίας κατανόησης και καλής γειτονίας». Αν μάλιστα αυτό το απόσπασμα τού λόγου του Αλβανού πρωθυπουργού  Μεχμέτ Σέχου συνδυαστεί με τις διαβεβαιώσεις του ίδιου του Εμβέρ Χότζα για τον σεβασμό των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας της Β. Ηπείρου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ή Αλβανία στην επιθυμία της να ενισχυθεί η ασφάλεια και σταθερότητα του καθεστώτος της χώρας – ειδικότερα μετά τη ρήξη των σχέσεων της με τη Λαϊκή Κίνα – επιδιώκει ακόμη μεγαλύτερη βελτίωση των ελληνοαλβανικών σχέσεων, που ήδη τα τελευταία χρόνια βρίσκονται σε πολύ  καλό σημείο.
  • Η ΡΟΥΜΑΝΙΑ καταβάλλει προσπάθειες να δαμάσει τις δυσχέρειες που προκύπτουν από την ύπαρξη ουγγρικής και γερμανικής μειονότητας, οι οποίες απαρτίζουν το 9% περίπου του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Πρόσφατα, σε συνέντευξή του, ο ουγγρικής καταγωγής Κ. Κίραλ στέλεχος του Κ.Κ. Ρουμανίας κατηγόρησε το ρουμανικό καθεστώς ότι καταπιέζει την ουγγρική μειονότητα. Σε ομιλία που εξεφώνησε ο πρόεδρος Ν. Τσαουσέσκου στις αρχές του Μάρτη 1978 στην Συνδιάσκεψη των οργανώσεων των ουγγρικής και γερμανικής καταγωγής εργαζομένων της Ρουμανίας αντιμετώπισε με ευθύτητα το πρόβλημα των μειονοτήτων, αναγνώρισε την ύπαρξη δυσκολιών, αλλά απέκρουσε την κατηγορία ότι καταπιέζονται ή τυγχάνουν δυσμενούς μεταχείρισης  οι εθνικές μειονότητες στη Ρουμανία. Όπως και στον λόγο του στο συνέδριο του Κ.Κ. Ρουμανίας το 1977, έτσι και σ’ αυτή την ομιλία του τον Μάρτη του 1978, ο Ν. Τσαουσέσκου υποστήριξε ότι για να έχει πραγματικό αντίκρισμα και ουσιαστικό νόημα η ισότητα δικαιωμάτων που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα της Ρουμανίας, πρέπει να συνδυαστεί με την ισομερή οικονομική ανάπτυξη όλων των περιοχών της χώρας για την οποία οφείλουν να εργαστούν και οι μειονότητες σαν πολίτες της ίδιας με τούς Ρουμάνους πατρίδας. Υπογράμμισε την ανάγκη να μαθαίνουν και οι μειονότητες τη ρουμανική γλώσσα ώστε να μπορούν να συμμετέχουν ενεργά και ισότιμα στη ζωή του τόπου και δεν παρέλειψε να καταγγείλει τον «δάκτυλο» του εξωτερικού που έχει κάθε συμφέρον να υποδαυλίσει τα μειονοτικά ζητήματα, για να δημιουργήσει προβλήματα στο ρουμανικό καθεστώς. Μολονότι τα προβλήματα των εθνικών μειονοτήτων στη Ρουμανία είναι και σοβαρά και δυσεπίλυτα, επιδρούν μόνον έμμεσα και δευτερογενώς στις σχέσεις του ρουμανικού κράτους με τα λοιπά βαλκανικά κράτη, γιατί στον βαθμό που υποκινούνται από την Ουγγαρία και ΕΣΣΔ και άπτονται της εσωτερικής ασφαλείας και σταθερότητας, καθώς και της ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής της Ρουμανίας, εντείνουν τη ρουμανική αντίσταση στο δόγμα της σοβιετικής ηγεμονίας, συσφίγγουν τις σχέσεις Ρουμανίας και Γιουγκοσλαβίας και ανάγουν σε πρωταρχικό στόχο της πολιτικής αυτών των δυο βαλκανικών κρατών τη διαβαλκανική συνεργασία.
  •  Η ΕΛΛΑΔΑ και η ΤΟΥΡΚΙΑ ανακινούν μειονοτικά προβλήματα, που σχετίζονται με την τουρκική μειονότητα της Δυτικής Θράκης και Ρόδου και την ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης και των νήσων Ίμβρου και Τενέδου, μόνο σε συνάρτηση με το όλο πλέγμα των ελληνοτουρκικών διαφορών, που τελευταία χρόνια έχουν οξυνθεί εξαιτίας της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο τον Ίούλη του 1974 και των αξιώσεων της Τουρκίας στο Αιγαίο. Τα προβλήματα των εθνικών μειονοτήτων δεν κυριαρχούν στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας, αλλά τουναντίον υπάγονται σαν άπλες συνιστώσες και εντάσσονται στη συνολική ελληνοτουρκική διένεξη που αποτελεί ένα σύνθετο και περίπλοκο πρόβλημα με διεθνείς διαστάσεις, το όποιο αν και ήδη έχει καταστεί μακροχρόνιο, δεν παύει να είναι επείγον, όσον άφορα την ανάγκη διευθέτησής του, αφού δεν αποκλείεται να προκαλέσει κρίσεις και κινδύνους πολέμου. 
  • Η ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ, η Βουλγαρία και η Ελλάδα δεν έχουν κατορθώσει να απαλλάξουν τις σχέσεις τους ακόμη και σήμερα από τις δυσμενείς επιπτώσεις του Μακεδονικού Ζητήματος. Μολονότι προς το παρόν το χρόνιο και ακανθώδες πρόβλημα της Μακεδονίας περιορίζεται σε προστριβές γύρω από τις μακεδονικές μειονότητες, που κατά τους ισχυρισμούς της Γιουγκοσλαβίας ζουν στην Ελλάδα, Βουλγαρία και Αλβανία, δεν αποκλείεται στο μέλλον να μεταβληθεί και πάλι σε αντιδικία με αξιώσεις εδαφικών προσαρτήσεων.

ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ και έριδες γύρω από το Μακεδονικό Ζήτημα αποκτούν σήμερα Ιδιαίτερη σημασία στο βαθμό που συνιστούν ανασταλτικό παράγοντα και φορτίζουν αρνητικά τις προσπάθειες για τη δημιουργία των υλικών προϋποθέσεων και του κατάλληλου κλίματος μιας στενής και ουσιαστικής διαβαλκανικής συνεργασίας.

ΟΙ ΔΙΕΝΕΞΕΙΣ γύρω από το Μακεδονικό Ζήτημα, που κύρια αφορούν τη μακεδονική μειονότητα της Βουλγαρίας, αλλά παρεμπιπτόντως έχουν προεκτάσεις και στην Ελλάδα, βρίσκονται το τελευταίο διάστημα σε έξαρση. Αφορμή ήταν η επέτειος των 100 χρόνων από τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (3-3-1878) και του Συνεδρίου του Βερολίνου (Ιούνης 1878). Και ενώ ή Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου ίδρυσε τη «Μείζονα Βουλγαρία», στην οποία περιλαμβάνονταν ολόκληρη η Μακεδονία, ελληνική και γιουγκοσλαβική, το Συνέδριο του Βερολίνου απόσπασε από τη Βουλγαρία το μεγαλύτερο τμήμα των μακεδονικών εδαφών, αφού κατάργησε τη Συνθήκη του “Αγίου Στεφάνου”. Σε άρθρο του Βούλγαρου ιστορικού Μ. Λαμκώφ σχετικά με το Συνέδριο του Βερολίνου αναδύονται και πάλι αναλλοίωτες οι παλιές βουλγαρικές θέσεις ότι οι Μακεδόνες είναι βουλγαρικής καταγωγής και η γιουγκοσλαβική Μακεδονία αποτελεί τμήμα του βουλγαρικού εθνικού χώρου. Χαρακτηριστικά γράφει ότι: «Ή Βουλγαρία έχασε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων (του Συνεδρίου του Βερολίνου) την εδαφική ακεραιότητά της και διαμελίστηκε σε πολλά κομμάτια».

Η ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ απάντησε με άρθρα σ’ ολόκληρο τον γιουγκοσλαβικό τύπο. Αξιοσημείωτα είναι σχετικά άρθρα του Ρ. Πέτκοβιτς όπου κατηγορείται η Βουλγαρία για σωβινισμό και υποστηρίζεται η θεωρία ότι οι Μακεδόνες αποτελούν Ιδιαίτερη εθνότητα, πού είναι και η θέση την οποία πάγια προβάλλει η Γιουγκοσλαβία. Επιπρόσθετα μέμφεται η Βουλγαρία, γιατί απαρνήθηκε τη συμφωνία του Μπλέντ (1947) μεταξύ Τίτο και Δημητρώφ, όπου η Βουλγαρία αναγνώριζε την ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας στα εδάφη της.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ οι προσυνεδριακές συζητήσεις και ζυμώσεις πριν από το 11ο Συνέδριο της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών (Ιούνης 1978) έδωσαν λαβή για νέα όξυνση και αποτέλεσαν έναυσμα για αναζωπύρωση των διενέξεων γύρω από το Μακεδονικό Ζήτημα. Στους κόλπους του Κ.Κ. Μακεδονίας έγινε ευρύτατα λόγος για το μακεδονικό πρόβλημα και σημαίνοντα στελέχη του, όπως ό γενικός γραμματέας της “Ένωσης Κομμουνιστών Μακεδονίας Α. Τσερμέσκι, προσδιόρισαν σε δηλώσεις και συνεντεύξεις τους, με την ευκαιρία της 35ης επετείου της ίδρυσης της “Ένωσης Κομμουνιστών Μακεδονίας”, τις θέσεις της “Ενωσης Κομμουνιστών Μακεδονίας σε αυτό το θέμα. Αδιάκοπα επαναλαμβάνεται ότι οι Σλαβομακεδόνες είναι Ιδιαίτερη σλαβική εθνότητα που δικαιούται να αποκτήσει ξεχωριστή κρατική υπόσταση με τη μορφή της “Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, αναγνωρίζεται όμως ότι το δικαίωμα εθνικής αποκατάστασης των Σλαβομακεδόνων έχει Ικανοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό, αφού έχουν ήδη αποκτήσει εθνική εστία με τη συγκρότηση του ομόσπονδου κράτους της Γιουγκοσλαβικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Υποστηρίζεται όμως ότι μακεδονικές μειονότητες κατοικούν στη Βουλγαρία, Ελλάδα και Αλβανία. Προβάλλεται δε η αξίωση να αναγνωριστεί και από τα τρία κράτη η ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας εντός των ορίων τους και να κατοχυρωθούν τα δικαιώματα της σλαβομακεδονικής μειονότητας, δηλαδή να εξασφαλιστεί η ανεμπόδιστη χρήση και ελεύθερη καλλιέργεια της μακεδονικής γλώσσας, καθώς και η ανάπτυξη του εθνικού πολιτισμού και των λαϊκών παραδόσεων των Σλαβομακεδόνων. Μάλιστα στον απολογισμό δράσης για το χρονικό διάστημα 1974-1978 πού έδωσε στη δημοσιότητα η ηγεσία της Ένωσης Κομμουνιστών Μακεδονίας σχετικά με τις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις αναφέρονται τα ακόλουθα:  

«Οι γιουγκασλαβοελληνικές σχέσεις μετά την ανατροπή του καθεστώτος της στρατιωτικής χούντας στην Ελλάδα, εξελίσσονται ευνοϊκά. Ιδιαίτερα ευεργετικές για την ανάπτυξη τέτοιων σχέσεων ήταν οι πολιτικές επαφές μεταξύ ανωτάτων αξιωματούχων των δύο χωρών και ιδιαίτερα: ή συνάντηση μεταξύ του προέδρου Τίτο και του Έλληνα πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή. Μολονότι ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα έχει προσφέρει δυνατότητες, για τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι διακρίσεις απέναντι στην εθνική μακεδονική, μειονότητα εξακολουθούν, χωρίς να έχουν δημιουργηθεί Συνθήκες για την ευρύτερη κυκλοφορία των πολιτών χωρίς θεωρήσεις».

ΟΠΩΣ προκύπτει από το παραπάνω κείμενο, από την εισηγητική έκθεση του 6ου συνεδρίου της Ένωσης Κομμουνιστών Μακεδονίας που έλαβε χώρα στα Σκόπια τον Απρίλη, 1974 και από την εισηγητική έκθεση του 7ου συνεδρίου της Ένωσης Κομμουνιστών Μακεδονίας, που έγινε στα Σκόπια τον Απρίλη 1978, η ηγεσία της Ένωσης Κομμουνιστών Μακεδονίας εξακολουθεί να προβάλλει τον ισχυρισμό ότι στην Ελλάδα υπάρχει εθνική μειονότητα Σλαβομακεδόνων, ότι γίνονται διακρίσεις σε βάρος της μακεδονικής μειονότητας από τη μεταχουντική Ελλάδα και ότι παραβιάζονται τα δικαιώματα των Σλαβομακεδόνων και πιο συγκεκριμένα ότι απαγορεύεται η ελεύθερη διακίνηση των παραμεθορίων πληθυσμών χωρίς διαβατήρια και θεωρήσεις. Τα ίδια υποστήριξε ο γενικός γραμματέας της Ένωσης Κομμουνιστών Μακεδονίας Α. Τσερμέσκι και σε εμφάνισή του στην τηλεόραση του Βελιγραδίου στις 18-4-1978.

Σ’ ΑΥΤΟ το σημείο πρέπει να υπογραμμιστεί η διαφορά τοποθετήσεων «αϊ απόψεων μεταξύ της κυβέρνησης και του Κ.Κ. Μακεδονίας και της κυβέρνησης της Γιουγκοσλαβίας, όσον αφορά τις συσχετίσεις που συναρθρώνουν το πρόβλημα της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα και την πορεία των σχέσεων Ελλάδας -Γιουγκοσλαβίας. Η θέση που υποστηρίζουν τα Σκόπια είναι ότι:

“Ή επιτυχέστερη και καθολικότερη εξέλιξη της συνεργασίας μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Ελλάδας θα εξαρτηθεί από τη διευθέτηση της κατάστασης στό θέμα της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα». 

ΑΝΤΙΘΕΤΑ ο γραμματέας του Προεδρείου της Κεντρικής “Επιτροπής της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών Στ. Ντολάντς σε δηλώσεις του στις 21-2-1978 τόνισε ότι:

«Με την περαιτέρω ανάπτυξη των σχέσεων με την Ελλάδα το πρόβλημα της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα θα οδηγηθεί σε μια, κατάσταση τέτοια, που θα μας επιτρέπει να μιλούμε γι’ αυτό με μεγαλύτερη σαφήνεια».

 Ο ΚΟΙΝΟΣ τόπος, όπου συναντώνται Σκόπια και Βελιγράδι, είναι η προβολή του ισχυρισμού ότι ακόμη και σήμερα ζει στην Ελλάδα μακεδονική εθνική μειονότητα. Η διαφοροποίηση έγκειται στο ότι τα μεν Σκόπια προτάσσουν την αναγνώριση της ύπαρξης μακεδονικής μειονότητας στην ελληνική επικράτεια και τον σεβασμό των δικαιωμάτων της από το ελληνικό κράτος, για να βελτιωθούν οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις´ το δε Βελιγράδι δίνει προτεραιότητα στη διεύρυνση και καλυτέρευση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων από την οποία θα προκύψει και η αποσαφήνιση του ζητήματος της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα.

Η ΕΛΛΑΔΑ δεν παραδέχεται την ύπαρξη μακεδονικής εθνικής μειονότητας μέσα στα κρατικά σύνορα της σήμερα. Πληθώρα στοιχείων συνηγορούν υπέρ της τοποθέτησης του ελληνικού κράτους. Σημαντικά στοιχεία υπέρ της ελληνικής θέσης είναι η αστάθεια και ρευστότητα των γιουγκοσλαβικών απόψεων γύρω από το ζήτημα της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα. Τα γιουγκοσλαβικά επιχειρήματα δεν ήταν ποτέ σταθερά και οι γιουγκοσλάβικοι ισχυρισμοί εναλλάσσονταν ανάλογα με τις περιστάσεις. Ξεκινώντας από την άποψη ότι η σλαβομακεδονική πλημμυρίδα που κατέκλυζε την ελληνική Μακεδονία, είχε αξίωση να ασκήσει το «δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνοτήτων» και να αποφασίσει ελεύθερα ακόμη και την απόσπασή της από το ελληνικό κράτος, οι γιουγκοσλαβικοί Ισχυρισμοί κατέληξαν στην απαίτηση να αναγνωριστεί η ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας από την Ελλάδα, να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματά της και να μη γίνονται διακρίσεις σε βάρος της. Άλλωστε αβεβαιότητα και ασάφεια επικρατεί και γύρω από τα εθνικά χαρακτηριστικά της σλαβομακεδονικής μειονότητας. Το μόνο στοιχείο, που μόνιμα και με σαφήνεια προβάλλεται, είναι η γλώσσα, η οποία όμως και αν ακόμη αντιστοιχεί σε αυτοτελές γλωσσικό ιδίωμα δεν είναι αναμφισβήτητο γνώρισμα ούτε συστατικός όρος της εθνικής ταυτότητας και μάλιστα παραμεθορίων πληθυσμών. Έτσι στους γιουγκοσλαβικούς Ισχυρισμούς ότι στη Μακεδονία του Αιγαίου πού περιλαμβάνει τους νομούς Φλώρινας, Καστοριάς, Πέλλης, Κοζάνης και Κιλκίς, κατοικούν περίπου 180.000, Σλαβομακεδόνες και στη Μακεδονία του πιρίν που βρίσκεται νότια της Σόφιας, διαμένουν γύρω στις 200.000 Σλαβομακεδόνες, η μεν Βουλγαρία απαντά ότι πρόκειται για βουλγαρικό πληθυσμό που μιλάει μια τοπική διάλεκτο, η οποία είναι απλά και μόνο ένα γλωσσικό ιδίωμα της βουλγαρικής γλώσσας, η δε Ελλάδα αντιτείνει ότι σήμερα στην ελληνική Μακεδονία ζει ένας ελάχιστος αριθμός ανθρώπων που, ενώ είναι Έλληνες, μιλούν μια σλαβική διαλεκτή με πάμπολλα στοιχεία από την ελληνική γλώσσα.

ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ιστορική ανασκόπηση δεν προσφέρει μόνο αδιάσειστα επιχειρήματα υπέρ των παραπάνω θέσεων της Ελλάδας, αλλά και αποδεικνύει ότι σήμερα ή διένεξη γύρω από το θέμα της ύπαρξης σλαβομακεδονικής μειονότητας στην ελληνική Μακεδονία είναι άνευ αντικειμένου. Είναι αλήθεια ότι πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στους δυτικούς νομούς της ελληνικής Μακεδονίας κατοικούσαν πληθυσμοί που μιλούσαν τη σλαβομακεδονική διάλεκτο. Ενώ μετά τούς βαλκανικούς πολέμους η ελληνική Μακεδονία κατοικείτο από μια ελληνική πλειοψηφία που περιοριζόταν στα 60-65%, οι μετέπειτα εθνολογικές μεταβολές κατέστησαν το ελληνικό στοιχείο πέρα για πέρα κυρίαρχο.

  •  Ή πρώτη μεταβολή πραγματοποιήθηκε τό 1923-25. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών έφυγαν από την ελλ. Μακεδονία 350.000 Τούρκοι και εγκαταστάθηκαν 450.000 Έλληνες πρόσφυγες από τη Μ. Ασία.       
  • Η δεύτερη αλλαγή έγινε το 1924 με τη συμφωνία Καφαντάρη – Μολχώφ, οπότε και απομακρύνθηκαν 40.000 σλαβόφωνοι Μακεδόνες που εγκαταστάθηκαν στη Βουλγαρία. Έτσι στην ελληνική Μακεδονία παρέμειναν λίγοι σλαβόφωνοι πού κατά την απογραφή του 1928 ανέρχονταν σε 80.000, δηλαδή μόλις το 6% σε ένα συνολικό πληθυσμό 1.412.000 κατοίκων. Και αυτοί όμως ήσαν δίγλωσσοι», μιλούσαν και ελληνικά και σλαβομακεδόνικα.
  • Ή τρίτη μεταβολή έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου (1940-1944) και του εμφύλιου πόλεμου στην   Ελλάδα (1944-1949), οπότε, ενώ οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης εξοντώθηκαν από τους Γερμανούς, πολλοί σλαβόφωνοι κάτοικοι της ελληνικής Μακεδονίας εγκατέλειψαν την Ελλάδα και το μεν μεγαλύτερο μέρος εγκαταστάθηκε στην Γιουγκοσλαβία, το δε μικρότερο στη Βουλγαρία. Οι Σλαβομακεδόνες – στην έκταση πού μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρχαν στις βόρειες περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας – εκκένωσαν την ελληνική επικράτεια.

ΜΕΤΑ από τις παραπάνω διαδοχικές πληθυσμιακές ανακατατάξεις η ελληνική Μακεδονία και γενικότερα η Ελλάδα απόκτησε μια εξαιρετικά μεγάλη εθνική, γλωσσική και θρησκευτική ομοιογένεια. Οι επίσημες απογραφές που δύσκολα μπορούν να αμφισβητηθούν, δίνουν την παρακάτω εικόνα:

Α. Το 1920 η σύνθεση των κατοίκων της Ελλάδας ήταν η ακόλουθη:

ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑ ΠΟΣΟΣΤΟ %
Έλληνες                               80,7
Τούρκοι                               13,9
Σλαβόφωνοι                         2,51
Αλβανοί                               0,32
Εβραίοι                                1,17
Αρμένιοι                              0,02
Ξένοι Υπήκοοι                       1,32

Β. Το 1928, μετά τις ανταλλαγές πληθυσμών ή σύνθεση των κατοίκων του ελληνικού κράτους ήταν η εξής:

ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑΠΟΣΟΣΤΟ %
Έλληνες93, 83
Τούρκοι1,66
Σλαβόφωνοι1,32
Αλβανοί0,32
Εβραίοι1,13
Αρμένιοι0,56
Ξένοι Υπήκοοι1,18

Γ. Το 1951 η σύνθεση του πληθυσμού της Ελλάδας ήταν η ακόλουθη:

ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑΠΟΣΟΣΤΟ %
Έλληνες98, 24
Τούρκοι1,17
Αλβανοί
Εβραίοι0,08
Αρμένιοι0,11
Ξένοι Υπήκοοι0,16

ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ που παρατίθενται δείχνουν την καταπληκτική εθνολογική καθαρότητα των κατοίκων της ελληνικής επικράτειας, καθώς και τη ραγδαία μείωση των σλαβόφωνων, που μετά τις περιπέτειες της εμφύλιας σύρραξης στην Ελλάδα (1944-1949), προβαίνοντας σε αυτοπροσδιορισμό της εθνικής ταυτότητάς τους, επέλεξαν σαν εθνική κοιτίδα τους τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία στην οποία έχουν αφομοιωθεί και σταδιοδρομούν. Έτσι δόθηκε από τα πράγματα λύση στο πρόβλημα της μακεδονικής εθνικής μειονότητας στην Ελλάδα της οποίας η ανυπαρξία μέσα στα ελληνικά όρια δεν δικαιολογεί την πρόσφατη ανακίνηση του ζητήματος από τη γιουγκοσλαβική πλευρά, αλλά τουναντίον επιβάλλει την κατασίγαση του σχετικού θορύβου πού ασφαλώς δεν ωφελεί ούτε τις διμερείς σχέσεις των δύο κρατών ούτε την πολυμερή διαβαλκανική συνεργασία.

Η ΑΝΑΚΙΝΗΣΗ του ζητήματος της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα από τη Γιουγκοσλαβία, μολονότι δεν δικαιολογείται, εντούτοις όμως εξηγείται.

ΚΑΙ Η ΕΞΗΓΗΣΗ βρίσκεται στο γεγονός ότι το Μακεδονικό Ζήτημα, όσο και αν η ανακίνηση του σε σχέση με την Ελλάδα δεν έχει κανένα έρεισμα σε πραγματικές καταστάσεις και αντικειμενικά δεδομένα, εξακολουθεί να υφίσταται σαν γιουγκοσλαβοβουλγαρική διαφορά, πού συντηρείται από αμφισβητήσεις, διεκδικήσεις και αξιώσεις και των δυο πλευρών. Είναι εμφανές έξαλλου ότι στόχος του Βελιγραδίου είναι μάλλον η «Μακεδονία του Πιρίν» παρά η «Μακεδονία του Αιγαίου», Για να είναι όμως αποτελεσματικός ο εθνικισμός τώων Σκοπίων πρέπει νά είναι ενιαίος, μη αποσπασματικός, ανεξαίρετος και ολοκληρωμένος, επιβάλλεται δηλαδή μια ολοκληρωμένη και ακέραιη εμφάνιση των αλυτρωτικών βλέψεών του. Γι’ αυτό και δεν περιορίζεται μόνο στη Βουλγαρία, αλλά στρέφεται και προς την Ελλάδα, από την οποία αξιώνεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων μιας μειονότητας Σλαβομακεδόνων, που δικαιολογημένα σήμερα θεωρείται από πολλούς «φάντασμα» και χαρακτηρίζεται σαν «πλάσμα». Η παραπάνω άποψη ενισχύεται και από τα ακόλουθα στοιχεία:

  • ότι η ανακίνηση του Μακεδονικού Ζητήματος επιχειρείται σε μια εποχή που επίκειται η αποχώρηση του στρατάρχη Τίτο από τον δημόσιο βίο της Γιουγκοσλαβίας και την παγκόσμια πολιτική σκηνή, και
  •  ότι ενώ μέχρι σήμερα το Βελιγράδι – τηρώντας επίσημα επιφυλακτική, αν όχι ουδέτερη στάση – άφηνε τα Σκόπια να θορυβούν γύρω από το Μακεδονικό Ζήτημα, τώρα πλέον υιοθετεί τις απόψεις και καλύπτει τις ενέργειες της κυβέρνησης των Σκοπίων. Μάλιστα οι πρεσβευτές της Γιουγκοσλαβίας στην Ελλάδα, στη Βουλγαρία και στον Καναδά, όπου πρόσφατα συνήλθε κάποιο συνέδριο Σλαβομακεδόνων, εμφανίζονται με τη διπλωματική ιδιότητά τους και υποβοηθούν την αναζωπύρωση του θέματος.
  • Ο ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ αυτών των στοιχείων προσφέρει μια λογική ερμηνεία στην υπόθεση, μήπως η Γιουγκοσλαβία με τον φόβο ότι, μόλις αποχωρήσει ο Τίτο θα υποστεί χαλάρωση της εθνικής συνοχής της, προσπαθεί από τώρα να τονώσει τις κεντρομόλες δυνάμεις της Ομοσπονδίας και να συσπειρώσει τον λαό, καταφεύγοντας στην παλιά και δοκιμασμένη μέθοδο της επίλυσης των εσωτερικών κρίσεων με τούς περισπασμούς, που δημιουργεί στον λαό η προβολή αληθινών ή υποθετικών «έξωθεν» κινδύνων.

ΑΥΤΗ η ερμηνευτική υπόθεση μολονότι δεν είναι ανεπίδεκτη αντιρρήσεων ή και αντίκρουσης, εντούτοις προβάλλει πιθανή στο μέτρο πού για την ώρα δεν προσφέρεται καμιά άλλη επαρκέστερη εξήγηση, ούτε και αναιρείται από άλλα δεδομένα της πραγματικότητας ή της Ιστορίας.

ΑΞΙΟΠΡΟΣΕΧΤΗ είναι και η αιτιώδης συνάφεια που συνδέει την ανακίνηση του ζητήματος της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα από τη Γιουγκοσλαβία με την αναθεώρηση του γιουγκοσλαβικού συντάγματος, που πραγματοποιήθηκε το 1974. Οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του 1974 σχετίζονται με το ζήτημα της μακεδονικής μειονότητας, γιατί επικυρώνουν με τον πανηγυρικότερο τρόπο και κατοχυρώνουν νομικά την απώλεια της αποκλειστικής διαχείρισης της εξωτερικής πολιτικής της Γιουγκοσλαβίας από την κεντρική κυβέρνηση, αναγνωρίζουν δε και θεσμοθετούν συνταγματικά ουσιαστικά δικαιώματα των Ομοσπόνδων Δημοκρατιών στη μόρφωση της εξωτερικής πολιτικής του γιουγκοσλαβικού κράτους σε θέματα που τις αφορούν τουλάχιστον άμεσα.

Αναδημοσιεύσεις:

Αρθρογραφία/Δημοσιεύσεις

Η αρθρογραφία και οι δημοσιεύσεις του Γιάννη Μαντζουράνη ανά κατηγορία ενδιαφέροντος.