αναζήτηση

Η Βαλκανική συνεργασία και η παρεμβολή μειονοτικών προβλημάτων

Β’ ΜΕΡΟΣ

ΣΤΟ Α΄ μέρος της μελέτης εξετάστηκαν τα μειονοτικά προβλήματα στη Βαλκανική και ειδικά όσα αφορούν την ΑΛΒΑΝΙΑ, τη ΡΟΥΜΑΝΙΑ και τις ΕΛΛΗΝΟ-ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ σχέσεις. Ο συντάκτης του άρθρου αναφέρθηκε στη συνέχεια στο «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ», ένα πρόβλημα που, όπως μας αναπτύσσει, δημιουργεί δυσχέρειες στις σχέσεις της ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑΣ με την ΕΛΛΑΔΑ και, κυρίως, με την ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ.

ΟΙ ΝΕΕΣ συνταγματικές ρυθμίσεις επιτρέπουν στις Ομόσπονδες Δημοκρατίες να ελέγχουν την κυβέρνηση του Βελιγραδίου σχετικά με τη διαχείριση υποθέσεων εξωτερικής πολιτικής που τις αφορούν, να συμμετέχουν στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής του κράτους αναπτύσσοντας ξεχωριστά διεθνείς σχέσεις με κάθε ομόσπονδη δημοκρατία και επέχουν – κατά κάποιο τρόπο – θέση υπουργείων Εξωτερικών και Ομόσπονδων Δημοκρατιών. Αυτές οι συνταγματικές τροποποιήσεις, που υπήρξαν παραχωρήσεις για να διευθετηθούν διαφορές και συγκρούσεις αρμοδιοτήτων μεταξύ της κυβέρνησης του Βελιγραδίου και των κυβερνήσεων των Ομόσπονδων Δημοκρατιών, συνέτειναν και στην αλλαγή της γιουγκοσλαβικής στάσης στο ζήτημα της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα. Κι αυτό οφείλεται στη –συνταγματικά διασφαλισμένη- δυνατότητα της κυβέρνησης των Σκοπίων να παρεμβαίνει δραστικά πλέον στη διαμόρφωση της πολιτικής της Γιουγκοσλαβίας σε ένα θέμα πού, όπως το Μακεδονικό Ζήτημα, αναμφίβολα την ενδιαφέρει άμεσα. Αυτή η δυνατότητα της κυβέρνησης των Σκοπίων να συνδιαμορφώνει τη γιουγκοσλαβική πολιτική στο Μακεδονικό Ζήτημα, αποτελεί ένα πρόσθετο λόγο της αναζωπύρωσης του ζητήματος της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα, που μέχρι το 1974 δεν απασχολούσε στην ουσία καθόλου τις σχέσεις Ελλάδας – Γιουγκοσλαβίας. Κι αυτό, γιατί μέχρι το 1974 η κυβέρνηση του Βελιγραδίου – όντας μόνη αρμόδια και κύρια υπεύθυνη – μετέφερε προς την Ελλάδα την αξίωση της κυβέρνησης των Σκοπίων για αναγνώριση της ύπαρξης μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα με τρόπο που δεν παρεμπόδιζε την ομαλή εξέλιξη των σχέσεων των δυο κρατών και δίκαια υποστηρίζονταν ότι είχε οδηγήσει στο «πάγωμα» του ζητήματος της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα.

Η ΜΕΤΑΒΟΛΗ της πολιτικής της Γιουγκοσλαβίας στο θέμα της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις. Χαρακτηριστικό των νέων εξελίξεων είναι το διάβημα προς την κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας στο οποίο προέβη τον Μάη 1978 η ελληνική κυβέρνηση με αφορμή το περιεχόμενο συνομιλίας του Γιουγκοσλάβου πρέσβη στην Αθήνα με το νομάρχη της Φλώρινας. Σ’ αυτή τη συνομιλία, που έγινε στις 24 Μάη 1978, ο Γιουγκοσλάβος πρέσβης υποστήριξε την ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα. Αναφορικά με το ελληνικό διάβημα προς τη Γιουγκοσλαβία, κύκλοι του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών δήλωσαν ότι:

«η ελληνική κυβέρνηση είχε την ευκαιρία να καταστήσει για μια ακόμη φορά απόλυτα σαφή τη θέση της προς τη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση σχετικά με το θέμα».

ΑΥΤΟ σημαίνει ότι η θέση της Ελλάδας παραμένει αμετάβλητη, δηλαδή δεν δέχεται καμιά συζήτηση για αναγνώριση μακεδονικής μειονότητας στην ελληνική επικράτεια.

ΟΠΟΙΟΙΔΗΠΟΤΕ όμως κι αν είναι οι λόγοι, οι αιτίες και οι σκοπιμότητες που συντέλεσαν στην ανακίνηση του ζητήματος της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα, είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι περικλείουν κινδύνους και μπορούν να οδηγήσουν σε ενδεχόμενα που καθ’ όλες τις ενδείξεις ούτε επιθυμητά ούτε πολύ περισσότερο – επιδιωκόμενα είναι από καμιά πλευρά. Σε κάθε περίπτωση δέ παραβλάπτουν το συμφέρον και των δύο κρατών για τη δημιουργία κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης που είναι και λογικό προαπαιτούμενο για μια στενότερη συνεργασία είτε σε διμερές είτε σε πολυμερές επίπεδο.

ΑΝ όμως το θέμα της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα δημιουργεί επικίνδυνους κραδασμούς στις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις, το Μακεδονικό Ζήτημα έχει εκρηκτικές διαστάσεις και κλυδωνίζει επώδυνα  τις σχέσεις Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας, όπου εκτός από μειονοτικά προβλήματα υφέρπουν και εδαφικές διεκδικήσεις. Βέβαια ούτε η Βουλγαρία ούτε η Γιουγκοσλαβία προβάλλουν – τυπικά τουλάχιστον – αξιώσεις εδαφικών προσαρτήσεων. Η Γιουγκοσλαβία όμως φοβάται ότι στο μέλλον δεν αποκλείεται να υπάρξουν παρόμοιες βουλγαρικές διεκδικήσεις, με το πρόσχημα ότι οι Μακεδόνες είναι βουλγαρικής καταγωγής. Οι γιουγκοσλαβικοί φόβοι επιτείνονται από τις ανησυχίες για τα «ενδεχόμενα», που είναι δυνατό να προκύψουν, όταν ο στρατάρχης Τίτο δεν θα ηγείται της Γιουγκοσλαβίας και με τα οποία ασχολούνται όλοι, αλλά ιδιαίτερο έντονο εκδηλώνεται το ενδιαφέρον της Σοβιετικής Ένωσης. Με δεδομένο ότι κατά το παρελθόν η Σοβιετική Ένωση αντιμετώπισε τη γιουγκοσλαβο-βουλγαρική διένεξη γύρω από το Μακεδονικό Ζήτημα σαν μια πολύ καλή ευκαιρία για να ασκεί πίεση στη Γιουγκοσλαβία, δεν θεωρείται απίθανο να ξαναχρησιμοποιηθεί αυτή η παλιά και δοκιμασμένη μέθοδος της σοβιετικής πολιτικής, όταν πάψει πια ο Τίτο να βρίσκεται στην εξουσία. Κι αυτή είναι η προοπτική που ανησυχεί την γιουγκοσλαβική ηγεσία και εξηγεί την αναγωγή του Μακεδονικού Ζητήματος σε κεντρικό πρόβλημα των γιουγκοσλαβο-βουλγαρικών σχέσεων, καθώς και τους τόνους οξύτητας, οι οποίοι τώρα τελευταία χαρακτηρίζουν τη σχετική διαμάχη των δύο κρατών.

ΜΕΤΑ ΤΟ 11ο Συνέδριο της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών στο Βελιγράδι τον Ιούνη 1978 πολλαπλασιάστηκαν οι αλληλοκατηγορίες και αντεγκλήσεις  και το Μακεδονικό Ζήτημα κυριαρχεί καταθλιπτικά στις σχέσεις Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας. Το μακεδονικό πρόβλημα δεν ανακινήθηκε μόνο στις προσυνεδριακές συζητήσεις και ζυμώσεις. αλλά απασχόλησε και το ίδιο το 11ο Συνέδριο. Χαρακτηριστικό είναι απόσπασμα του λόγου που εκφώνησε ο πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας στρατάρχης Τίτο στο 11ο Συνέδριο της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών, που μεταξύ άλλων είπε:

«Είναι πολύ γνωστό σήμερα σ’ όλο τον κόσμο ότι η Γιουγκοσλαβία εφάρμοσε πάντα πολιτική πλήρους ισότητας των εθνών και εθνικοτήτων. Νομιμοποιούμαστε να περιμένουμε ότι τα εθνικά δικαιώματα των τμημάτων εκείνων των λαών της Γιουγκοσλαβίας που σουν σε άλλες χώρες, γίνονται σεβαστά. Θεωρούμε τις εθνικές μειονότητες σαν τους φορείς της σύνδεσης, της αμοιβαίας κατανόησης και της συνεργασίας σύμφωνα με τις αρχές καλής γειτονίας. Στις σχέσεις που αναπτύσσονται απέναντί τους βλέπουμε την εξέλιξη των σχέσεων απέναντι στους λαούς μας και στη χώρα μας γενικότερα».

ΑΥΤΗ η παρατήρηση του στρατάρχη Τίτο δεν έμεινε ασχολίαστη από την πλευρά της Βουλγαρίας, προκάλεσε δε έντονες και δριμύτατες αντιδράσεις. Αμέσως μετά την επιστροφή του από το Βελιγράδι όπου παρακολούθησε τις εργασίες του 11ου Συνεδρίου της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών, ο γραμματέας επί των διεθνών σχέσεων του ΚΚ Βουλγαρίας Ντιμίτρι Στάνιτσερ δεν έκρυψε την οργή του για όσα λέχθηκαν εκεί για τις γιουγκοσλαβο-βουλγαρικές σχέσεις  και το ζήτημα της μακεδονικής μειονότητας στη Βουλγαρία. Συγκεκριμένα δήλωσε:

«Δεν πήγαμε στο Βελιγράδι με σκοπό να ασκήσουμε πολεμική. Δεν μπορούμε όμως και να αποσιωπήσουμε τις ασύστατες κατηγορίες που διατυπώθηκαν δημόσια εναντίον του κόμματός μια και του βουλγαρικού κράτους».

ΣΧΟΛΙΑΖΟΝΤΑΣ την απόφαση του 11ου Συνεδρίου της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών, όπου κατηγορείται η Βουλγαρία ότι δεν σέβεται και παραβιάζει τα «δικαιώματα της μακεδονικής εθνικής μειονότητας στη Βουλγαρία», το κορυφαίο στέλεχος του ΚΚ Βουλγαρίας βεβαίωσε ότι:

«Ποτέ δεν υπήρξε και ούτε τώρα υπάρχει μακεδονική εθνική μειονότητα στη Βουλγαρία. Αυτός ο πληθυσμός αισθάνεται αναπόσπαστα δεμένος με το βουλγαρικό έθνος και αποφασιστικά αντιτίθεται στις προσπάθειες προσδιορισμού της εθνικής ταυτότητάς του από το εξωτερικό».

ΒΟΥΛΓΑΡΟΣ επίσημος κατάγγειλε στους Γιουγκοσλάβους Κομμουνιστές ότι:

«…σκόπιμα επιχείρησαν να ασκήσουν πίεση επί της Βουλγαρίας  και να επέμβουν στις εσωτερικές υποθέσεις της», χαρακτήρισε δε σαν «παράλογο» τον ισχυρισμό της Γιουγκοσλαβίας ότι:

«η Βουλγαρία έχει εδαφικές βλέψεις επί της Γιουγκοσλαβίας».

Ο ΒΟΥΛΓΑΡΟΣ Κομμουνιστής πρόσθεσε ότι:

«Είχε την ευκαιρία στη διάρκεια συνομιλίας του με εκπροσώπους της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών να εκφράσει με σαφήνεια και ειλικρίνεια την αποδοκιμασία του για αυτές τις αντιβουλγαρικές εκδηλώσεις και να απορρίψει την άποψη που διατυπώνεται στην απόφαση του 11ου Συνεδρίου της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών ότι τάχα η πολιτική της Βουλγαρίας αποσκοπεί στον τορπιλισμό των διμερών σχέσεων».

ΤΕΛΟΣ αφού απέκρουσε τις κατηγορίες που εκτοξεύονται από τη Γιουγκοσλαβία εναντίον του «λεγόμενου μεγαλοβουλγαρικού σωβινισμού», αναφέρθηκε στην πρόσφατη πρόταση του προέδρου Ζίφκωφ για την υπογραφή κοινής γιουγκοσλαβο-βουλγαρικής διακήρυξης, που θα αναγνωρίζεται η αρχή του απαραβίαστου των συνόρων των δύο κρατών και θα επιβεβαιώνεται η άρνηση μελλοντικών εδαφικών διεκδικήσεων και από τις δύο πλευρές, πρόσθεσε ότι η γιουγκοσλαβική ηγεσία δεν έχει ενημερώσει μέχρι σήμερα το λαό της Γιουγκοσλαβίας γι’ αυτή την πρόταση που τελικά απέρριψε.

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ με την πρόταση Ζίφκωφ για την υπογραφή κοινής γιουγκοσλαβο-βουλγαρικής διακήρυξης μη παραβίασης των συνόρων και αμοιβαίας παραίτησης από κάθε εδαφική διεκδίκηση ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας Καλέζιτς προέβη στις ακόλουθες διευκρινίσεις στη διάρκεια συνέντευξης τύπου:

«η Γιουγκοσλαβία πιστεύει πως η πρόταση του προέδρου της Βουλγαρίας ένα μόνο λόγο είχε: να δημιουργήσει την εντύπωση ότι οι Βούλγαροι είναι πρόθυμοι για τα πάντα προκειμένου να εξασφαλίσουν σχέσεις καλής γειτονίας κι αν αυτό δεν επιτυγχάνεται, την ευθύνη φέρουν οι Γιουγκοσλάβοι και μόνο αυτοί».

ΓΙΑ ΝΑ ενισχύσει την παραπάνω θέση της Γιουγκοσλαβίας, ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας Καλέζιτς παρέδωσε στους εκπρόσωπους του τύπου το κείμενο 3 ντοκουμέντων που είχαν προταθεί από τη Γιουγκοσλαβία στη Βουλγαρία κατά τις διαπραγματεύσεις των δύο κρατών, το Σεπτέμβρη 1976.

Το πρώτο ήταν μια κοινή διακήρυξη Τίτο – Ζίφκωφ, όπου τα δύο κράτη αναλάμβαναν την υποχρέωση να αναπτύξουν  καρποφόρα συνεργασία σε όλους τους τομείς, σταθερές σχέσεις καλής γειτονίας, που ανταποκρίνονται στα συμφέροντα των δύο λαών, καθώς και στενές επαφές ανάμεσα στην «Ένωση Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας» και στο ΚΚ Βουλγαρίας.

Το δεύτερο ήταν μια «επίσημη διακήρυξη» που καθιστούσε σαφές ότι: «η Γιουγκοσλαβία και η Βουλγαρία δεν έχουν καμιά εδαφική διεκδίκηση και θα τηρήσουν στις αμοιβαίες σχέσεις τους τις αρχές σεβασμού της εδαφικής ακεραιότητας και του απαραβίαστου των συνόρων μεταξύ των δύο κρατών».

Το τρίτο ήταν μια άλλη «επίσημη διακήρυξη» που οι δύο κυβερνήσεις θα ανακοίνωναν στις εθνοσυνελεύσεις των δύο κρατών σχετικά με τα δικαιώματα της βουλγαρικής μειονότητας στη Γιουγκοσλαβία και της μακεδονικής μειονότητας στη Βουλγαρία. Επειδή τα 3 ντοκουμέντα θεωρούνται σαν «αδιαίρετο όλο» από τη Γιουγκοσλαβία που επεδίωκε μια συμφωνία «package deal», η αποτυχία των διαπραγματεύσεων του Σεπτέμβρη 1976 ερμηνεύεται εύκολα, αν ληφθεί υπόψη ότι το κείμενο του 3ου ντοκουμέντου χαρακτηρίστηκε σαν «απαράδεκτο» από τη Βουλγαρία.

Η ΤΑΚΤΙΚΗ που ακολουθεί τόσο η Γιουγκοσλαβία, όσο και η Βουλγαρία στην όλη αντιμετώπιση των διαφορών των δύο κρατών γύρω από το Μακεδονικό Ζήτημα, μόνο δυσάρεστα ενδεχόμενα με δυσμενείς εξελίξεις προοιωνίζει. Όσο κι αν το Μακεδονικό Ζήτημα είναι επιφαινόμενο πρόβλημα που, χωρίς να καθορίζει κυρίαρχα, συμπροσδιορίζει αποφασιστικά τις γιουγκοσλαβο-βουλγαρικές σχέσεις, αναντίρρητα επιβαρύνει αρνητικά τις σχέσεις των δύο κρατών, που ήδη βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων ετών. Και οι δύο πλευρές διεξάγουν έναν πόλεμο δηλώσεων και ανταπαντήσεων που συσκοτίζει και περιπλέκει τα πράγματα, μειώνει δε τις δυνατότητες για την εξεύρεση μιας λύσης η οποία και τις διμερείς σχέσεις των δύο κρατών θα βελτιώσει και την πολυμερή διαβαλκανική συνεργασία θα διευκολύνει. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα εκκολάπτονται και συντηρούνται μύθοι και ισχυρισμοί, που αν δεν είναι αναληθείς, είναι σίγουρα υπερβολικοί. Έτσι, ενώ οι Βούλγαροι διαψεύδονται από τα δικά τους στατιστικά στοιχεία, όταν βεβαιώνουν με πείσμα ότι: «ούτε υπήρξε, ούτε υπάρχει μακεδονική μειονότητα στη Βουλγαρία», οι Γιουγκοσλάβοι δύσκολα μπορούν να ανεύρουν στη σημερινή πολιτική της Βουλγαρίας στοιχεία που να στηρίζουν τη γιουγκοσλαβική θέση για βουλγαρικό επεκτατισμό. Σύμφωνα με την πρώτη επίσημη απογραφή που έγινε στη Βουλγαρία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποδεικνύεται ότι 260.000 Μακεδόνες κατοικούν στην περιοχή Πιρίν στα νότια της Σόφιας. Δεν μπορεί να θεωρηθούν δε αδιαμφισβήτητο ή επαρκές επιχείρημα υπέρ των βουλγαρικών θέσεων οι μεγάλες ομοιότητες και ελάχιστες διαφορές του γλωσσικού ιδιώματος, που χρησιμοποιούν οι Μακεδόνες προς τη βουλγάρικη γλώσσα. Ωστόσο, ούτε και οι Γιουγκοσλάβοι μπορούν να προσκομίσουν στοιχεία, τα οποία να αποτελούν ακράδαντα επιχειρήματα ή έστω σοβαρές ενδείξεις που να αποδεικνύουν τις γιουγκοσλαβικές κατηγορίες ότι η Βουλγαρία έχει δήθεν εδαφικές βλέψεις επί της Γιουγκοσλαβίας.

ΣΤΗΝ ΕΜΜΟΝΗ της Γιουγκοσλαβίας να παραδεχτεί η Βουλγαρία την ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας στο βουλγαρικό έδαφος, η βουλγαρική κυβέρνηση αντιτάσσει το επιχείρημα ότι το θέμα της αναγνώρισης εθνικών μειονοτήτων είναι εσωτερικό θέμα κάθε κράτους στο οποίο δεν επιτρέπεται ανάμιξη τρίτων. Η παραπάνω αξίωση της Γιουγκοσλαβίας όμως μπορεί  να αποβεί τελικά δίκοπο μαχαίρι, δηλαδή ν’ αρχίσει και η Βουλγαρία να διατυπώνει την αστήρικτη κατηγορία ότι η Γιουγκοσλαβία έχει εδαφικές διεκδικήσεις κατά της Βουλγαρίας. Κι αυτό δεν είναι δυνατό να αποκλειστεί γιατί ήδη το Μακεδονικό Ζήτημα παίρνει εθνικιστική χροιά και για τα δύο αντίπαλα μέρη και καθίσταται κεντρικό θέμα της όλης πολιτικής των δύο κρατών.

ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ παρουσιάζουν ορισμένοι υπαινιγμοί, που δημοσιεύονται στο βουλγαρικό τύπο  τους τελευταίους μήνες και προμηνύουν μιαν αλλαγή στη βουλγαρική στάση, γιατί συνήθως μέχρι σήμερα τα βουλγαρικά μέσα μαζικής ενημέρωσης απόφευγαν να   απαντούν στις γιουγκοσλαβικές κατηγορίες. Ενδεικτική είναι η πρόσφατη επίθεση του βουλγαρικού τύπου, που καταγγέλλει τα γιουγκοσλαβικά μέσα μαζικής ενημέρωσης για «σωβινισμό και διαρκώς εντεινόμενη εκστρατεία συκοφαντικών ισχυρισμών».

Η ΝΕΑ κρίση που ξέσπασε στις σχέσεις Βουλγαρίας – Γιουγκοσλαβίας είχε σαν αφορμή μιαν ομιλία του μέλους του προεδρείου της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία στις 16-7-1978, όπου μεταξύ άλλων είπε ότι:

«οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες επιβαρύνονται σοβαρά από την  αρνητική στάση της βουλγαρικής πλευράς προς το μακεδονικό έθνος γενικά και ειδικότερα προς τη μακεδονική εθνική μειονότητα στη Βουλγαρία».

ΣΤΙΣ 17-7-1978 χωρίς καμιά καθυστέρηση δόθηκε στη δημοσιότητα η βουλγαρική απάντηση που περιέχεται σε μακροσκελέστατο άρθρο στην Επιθεώρηση «Πογκλέντ», η οποία είναι το επίσημο όργανο της Ένωσης Βουλγάρων Δημοσιογράφων. Αυτό το άρθρο αναμεταδόθηκε αυτούσιο και χωρίς καμιά περικοπή από το βουλγαρικό πρακτορείο ειδήσεων. Η γλώσσα και το ύφος αυτού του άρθρου δεν αποδεικνύουν μόνο την οργή της βουλγαρικής ηγεσίας για τις ενέργειες της Γιουγκοσλαβίας, αλλά αποτελούν και σημάδια της μεταβολής της βουλγαρικής στάσης στη διένεξη γύρω από το Μακεδονικό Ζήτημα. Χαρακτηριστικά είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα αυτού του άρθρου:

«…δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος των δημοσιευμάτων του γιουγκοσλαβικού τύπου  και των εκπομπών του γιουγκοσλαβικού ραδιοφώνου και της τηλεόρασης που αναφέρονται στη Βουλγαρία, έχουν εμφανέστατα σημάδια μιας συστηματικής αντιβουλγαρικής προπαγάνδας και κατασυκοφάντησης του σοσιαλιστικού συστήματος, που εφαρμόζεται στη Βουλγαρία ενώ, παράλληλα, επιχειρείται η δημιουργία στους Γιουγκοσλάβους αισθήματος εθνικής ανωτερότητας έναντι των Βουλγάρων».

ΠΑΡΑΚΑΤΩ το άρθρο του «Πογκλέντ» καταγγέλει ότι:

«τα γιουγκοσλαβικά μέσα μαζικής ενημέρωσης προσπαθούν – όσο κι αν δεν έχουν προοπτικές επιτυχίας – να παρασύρουν και ορισμένα άλλα γειτονικά κράτη εναντίον της σταθερής και εποικοδομητικής πολιτικής της Βουλγαρίας».

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ η Διάσκεψη των Αδεσμεύτων που πραγματοποιήθηκε στο Βελιγράδι τον Ιούλη του 1978 ήταν μια ευκαιρία για τη Βουλγαρία για να κλιμακώσει την επίθεσή της εναντίον της Γιουγκοσλαβίας αναφορικά με το Μακεδονικό Ζήτημα. Η βουλγαρική επίθεση περιλαμβάνεται σε μακροσκελή επίσημη ανακοίνωση του βουλγαρικού υπουργείου Εξωτερικών, που δόθηκε στη δημοσιότητα μια μέρα πριν αρχίσει η Διάσκεψη των Αδεσμεύτων στο Βελιγράδι, στην οποία συμμετείχαν αντιπρόσωποι από περισσότερα από 80 κράτη. Η παραπάνω ανακοίνωση επιχειρεί μια ιστορική ανασκόπηση του μακεδονικού προβλήματος, καυτηριάζει τη γιουγκοσλαβική στάση στο Μακεδονικό Ζήτημα, κατηγορεί τη Γιουγκοσλαβία ότι απέρριψε πρόταση του προέδρου της Βουλγαρίας Ζίβκωφ για την υπογραφή κοινής διακήρυξης πάνω στο απαραβίαστο των συνόρων και την αποκήρυξη εδαφικών διεκδικήσεων, θέτει το ερώτημα:

«αν η τακτική της Γιουγκοσλαβίας είναι σύμφωνη με τον ρόλο που παίζει η χώρα αυτή στους αδεσμεύτους και τις αρχές του ίδιου κινήματος για σεβασμό της ανεξαρτησίας, ισότητας, κυριαρχίας, εδαφικής ακεραιότητας και μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις των διαφόρων κρατών»

και τέλος καταγγέλλει τη Γιουγκοσλαβία ότι εφαρμόζει διπλή τακτική στις διεθνείς σχέσεις της, δηλαδή, ενώ στηλιτεύει τις ξένες επεμβάσεις σε απομακρυσμένες χώρες, προσπαθεί να αναμιχθεί στις εσωτερικές υποθέσεις της Βουλγαρίας σχετικά με τα δικαιώματα της μακεδονικής μειονότητας. Η απάντηση της Γιουγκοσλαβίας δόθηκε από το επίσημο γιουγκοσλαβικό πρακτορείο ειδήσεων «Τανγιούγκ», το οποίο μετέδωσε ότι:

«εκείνο που η Σόφια παρέλειψε να αναφέρει είναι σε τι έγκειται η ουσία της διένεξής της με το Βελιγράδι. Το γεγονός ότι μόλις πριν από δύο δεκαετίες η Βουλγαρία ανέφερε πως είχε 190.000 Μακεδόνες στο έδαφός της, ενώ τώρα ισχυρίζεται ότι ουδέποτε υπήρξε μακεδονική μειονότητα στη Βουλγαρία».

Και προστίθεται ότι:

«η βουλγαρική επίθεση εναντίον της γιουγκοσλαβικής εξωτερικής πολιτικής αποδείχτηκε πως είναι απλά και μόνο μια άσφαιρη βολή, φτηνή και διάφανη, που αστόχησε πλήρως».

ΟΠΩΣ εύστοχα παρατηρήθηκε, η προαναφερθείσα βουλγαρική παρέμβαση στη διάσκεψη των αδεσμεύτων, έστω κι αν δεν κατόρθωσε να τορπιλίσει τις εργασίες της διάσκεψης των αδεσμεύτων και να υπονομεύσει τον ηγετικό ρόλο της Γιουγκοσλαβίας μέσα στο κίνημα των αδεσμεύτων, εντούτοις ήταν ένας επιτυχής αντιπερισπασμός προς όφελος της Κούβας, που είχε κατηγορηθεί από τη Γιουγκοσλαβία για τις δραστηριότητες στην Αφρική. Έτσι, για άλλη μια φορά το Μακεδονικό Ζήτημα αναζωπυρώθηκε και χρησιμοποιήθηκε σε ένα ευρύτερο διεθνές πεδίο ανταγωνισμού στο οποίο τα Βαλκάνια αποτελούν μια απλή συνισταμένη και μάλιστα όχι την κυρίαρχη.

ΟΣΑ προαναφέρθηκαν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Μακεδονικό Ζήτημα εξακολουθεί να ρίχνει βαριά τη σκιά του πάνω στη βαλκανική χερσόνησο και παραμένει ένα βασικό εμπόδιο, που παρακωλύει τη προσέγγιση των βαλκανικών λαών και παρεισδύει ανασταλτικά στις διαδικασίες συνεργασίας των βαλκανικών κρατών είτε σε διμερή βάση, είτε σε πολυμερές επίπεδο. Παρ’ όλες τις συνέπειες, που συνεφέλκεται για τις γενικότερες εξελίξεις στα Βαλκάνια, το Μακεδονικό Ζήτημα έχει παρεπόμενο χαρακτήρ στο βαθμό που παρακολουθεί και εντάσσεται στο διεθνές πλαίσιο το οποίο περιβάλλει και προσδιορίζει την όλη κατάσταση στο βαλκανικό χώρο. Η θεώρηση του Μακεδονικού Ζητήματος σαν κυρίαρχου προβλήματος των σχέσεων των βαλκανικών κρατών στερείται και ιστορικής ορθότητας και πολιτικής πληρότητας και κοινωνιολογικής σημασίας που έχει η παρεμβολή του στη διαμόρφωση της γενικότερης κατάστασης στα Βαλκάνια.

ΕΤΣΙ, ενώ είναι γνωστό ότι το ενδιαφέρον της Γιουγκοσλαβίας για την πολυμερή διαβαλκανική συνεργασία γίνεται εντονότερο εξαιτίας της διαμάχης της με τη Βουλγαρία γύρω από το Μακεδονικό Ζήτημα, οι επιφυλάξεις της Βουλγαρίας για την πολυμερή βάση της διαβαλκανικής συνεργασίας δεν είναι δυνατό να αποδοθούν μόνο στο Μακεδονικό Ζήτημα. Περισσότερο οφείλονται στις διεθνείς επιρροές και κύρια στην εξάρτηση της Βουλγαρίας από τη Σοβιετική Ένωση που δυσπιστεί απέναντι σε παρόμοια εγχειρήματα, τα οποία, χωρίς να διαμφισβητούν επικίνδυνα τη σοβιετική ηγεμονία, παρέχουν ευρύτερα περιθώρια αυτονομίας και ανεξαρτησίας, τόσο στη Γιουγκοσλαβία, όσο και στη Ρουμανία, που μ’ αυτόν τον τρόπο δυσκολότερα μπορούν να τεθούν υπό έλεγχο και εποπτεία, αν όχι και υπό κηδεμόνευση. Κάτω από αυτό το πρίσμα αποσαφηνίζονται πληρέστερα τα αίτια και οι παράγοντες που δεν επέτρεψαν να καρποφορήσουν οι προσπάθειες για τη σύγκληση μιας νέας διαβαλκανικής συνδιάσκεψης, η οποία θα … αξιοποιούσε τα πορίσματα της διαβαλκανικής συνόδου των Αθηνών.

Αναδημοσιεύσεις:

Αρθρογραφία/Δημοσιεύσεις

Η αρθρογραφία και οι δημοσιεύσεις του Γιάννη Μαντζουράνη ανά κατηγορία ενδιαφέροντος.