αναζήτηση

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ

Το Σύνταγμα είναι ένα σύνολο κανόνων δικαίου που απεικονίζει και εκφράζει νομικά την πολιτική βούληση ενός λαού. Αυτό σημαίνει ότι διαγράφει τα όρια μέσα στα οποία θα κινηθεί η ζωή ενός λαού, διαδηλώνει τη θέληση και τη μορφή της πολιτικής ύπαρξης και ανεξαρτησίας του και τον εντάσσει σε μια διεθνή έννομη τάξη.

Το Σύνταγμα ορίζει: 1) πώς οργανώνονται οι φορείς της κρατικής εξουσίας, 2) πώς κατανέμονται οι αρμοδιότητες μεταξύ των διαφόρων κρατικών οργάνων, 3) με ποιό τρόπο ασκείται η κρατική εξουσία έτσι ώστε να διασφαλίζονται τα δικαιώματα των κυβερνωμένων.

Το Σύνταγμα, όπως όλοι οι κανόνες δικαίου, διευθετεί και αποκρυσταλλώνει κοινωνικές πραγματικότητες. Λειτουργεί δηλαδή σε δύο επίπεδα: πρώτον, αναγνωρίζει και σταθεροποιεί ήδη διαμορφωμένες καταστάσεις, και δεύτερο, προετοιμάζει ή και επιβάλλει νέες κοινωνικά πρόσφορες ρυθμίσεις.

Το Σύνταγμα συνδέει, συναρθρώνει και εντάσσει σε ένα ενιαίο σύνολο νομικές τεχνικές και πολιτικούς μηχανισμούς που αποσκοπούν στο να περιορίσουν και χαλιναγωγήσουν όσους έχουν τη δύναμη να παίρνουν αποφάσεις σε μια πολιτική κοινωνία. Γι’ αυτό σύνταγμα και «πολιτικό σύστημα» συνδέονται άμεσα, αλληλοεξαρτώνται και συμπροσδιορίζονται. Το πολιτικό σύστημα όταν πραγματοποιεί «εξουσιαστική παροχή αξιών», περιλαμβάνει τα κρατικά όργανα, τους πολιτειακούς θεσμούς (πχ. Βουλή – Διοίκηση – Δικαιοσύνη), αλλά και κάθε άλλη πολιτική δομή και λειτουργία (πχ. κόμματα, μέσα μαζικής ενημέρωσης, ομάδες συμφερόντων, διαδηλώσεις και ταραχές, εκδηλώσεις της κοινής γνώμης κ.ά.). Η αυτοτέλεια και η συντήρηση του πολιτικού συστήματος εξαρτάται και από το Σύνταγμα. Το Σύνταγμα θέτει τα νομικά πλαίσια και τους βασικούς κανόνες που προσδίδουν στο πολιτικό σύστημα «νομιμοποίηση» και «εξουσία» και καθορίζουν τη διαδικασία λειτουργίας του.

Μολονότι μεταπολεμικά ο ρόλος του συντάγματος στη ζωή των λαών μειούται σημαντικά ιδιαίτερη σημασία έχει – στις μέρες μας- η επίδρασή του στον «πολιτικό εκσυγχρονισμό» μιας κοινωνίας. Η ανυπαρξία συντάγματος δυσχεραίνει την πολιτική και κρατική ενότητα και ολοκλήρωση. Το σύνταγμα κατανέμοντας τις τρεις λειτουργίες της κρατικής εξουσίας (Νομοθεσία – Διοίκηση – Δικαιοσύνη) σε ιδιαίτερες ομάδες οργάνων διευκολύνει την ομαλή λειτουργία της κρατικής μηχανής και συντελεί στην «λογικοποίηση της εξουσίας». Ρυθμίζει τη πολιτική συμμετοχή του λαού στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σχετικά με την διαχείριση κοινών. Δημιουργεί εγγυήσεις για το Άτομο, τις ελευθερίες του και τα δικαιώματά του. Τέλος, νομιμοποιεί την κρατική εξουσία με αναφορά στο ΛΑΟ και στις ανάγκες του.

Το Σύνταγμα όπως και όλοι οι κοινωνικοί, πολιτικοί και νομικοί θεσμοί, δεν πρέπει να θεωρείται έξω από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Αποτελεί προϊόν των συγκεκριμένων οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών μιας ορισμένης εποχής και ενός δοσμένου τόπου. Παράλληλα όμως επιδρά διαμορφωτικά και επηρεάζει αποφασιστικά τη διαπλοκή των διαφόρων όρων της κοινωνικής πραγματικότητας. Επιτελεί αμφίδρομη λειτουργία˙ είναι η πολιτική και νομική κωδικοποίηση των κοινωνικοοικονομικών όρων, ενώ ταυτόχρονα συντελεί στη δημιουργία του κοινωνικού περίγυρού του. Αλλάζει μοιραία, όταν αλλάζουν οι οικονομικές συνθήκες που το δημιούργησαν και οι κοινωνικοί όροι που το διατηρούν. Τελικά, συνεξέλιξη, συνδιαμόρφωση και συνδιάπλαση είναι η γενική γραμμή της σχέσης κοινωνικοοικονομικών όρων και συντάγματος. Και η σχέση αυτή δεν μεταβάλλεται από στιγμιαίες (χρονικά) ή ασήμαντες (ποσοτικά) αντιθέσεις που μπορεί να προκύψουν στα « καθ’ έκαστον» θέματα.

Το Σύνταγμα εγκαθιδρύεται και ρυθμίζεται από τη βούληση της κυρίαρχης τάξης. Ο λαός ή το υφίσταται ή το αποδέχεται. Η αποδοχή από τον λαό είναι τόσο ευρύτερη, όσο μεγαλύτερος είναι ο «συγχρονισμός» του προς το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον. Γι’ αυτό σωστά το Σύνταγμα χαρακτηρίζεται σαν η αυτοβιογραφία ενός συσχετισμού δυνάμεων. Εδώ ακριβώς πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα σε καπιταλιστικό κέντρο και περιφέρεια, όπου πολιτικό σύστημα και σύνταγμα λειτουργούν διαφορότροπα. Στις κοινωνίες του καπιταλιστικού κέντρου η δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης προσδιορίζει την πολιτική των διευθυντικών ομάδων, των διαφόρων κρατών, πάντοτε βέβαια μέσα στα πλαίσια του κοινωνικού καθεστώτος και σε αντιπαράθεση με τις καταπιεζόμενες τάξεις του εργαζόμενου λαού.

Αυτό σημαίνει ότι η κυρίαρχη τάξη χρειαζότανε και γι’ αυτό επεξεργάστηκε ένα πολιτικό σύστημα και επέβαλλε ένα συνταγματικό καθεστώς που να αμβλύνει τόσο τις ενδοαστικές αντιθέσεις, όσο και τη ταξική πάλη. Ταυτόχρονα όμως διαμόρφωσε τη ψευτοϊδεολογία της κρατικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης για να εξασφαλίσει τα νώτα της και να εμπεδώσει την κυριαρχία της. Στις κοινωνίες της καπιταλιστικής περιφέρειας χρειάζεται ένας συγκεντρωτικός φορέας εξουσίας που να μπορεί να χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τη κρατική δύναμη προς όφελος της καπιταλιστικής μητρόπολης. Η Ελλάδα βρίσκεται στην περιφέρεια του καπιταλισμού.  Ο κύριος χαρακτήρας της ελληνικής κοινωνίας σε σχέση με τη μητρόπολη – άλλοτε Ευρώπη, σήμερα Αμερική – παραμένει περιθωριακός. Αυτό σημαίνει ότι οι φορείς της εξουσίας διαμορφώνονται σύμφωνα με τα συμφέροντα του καπιταλιστικού κέντρου και οι βασικές ιδεολογικές και πολιτικές επιλογές απηχούν αυτή την εξάρτηση.

Με βάση όλα αυτά, από κοινωνιολογική άποψη το κυβερνητικό σχέδιο Συντάγματος θα πρέπει να εκτιμηθεί σαν απόπειρα της εξαρτημένης ελληνικής αστικής τάξης να κατοχυρώσει την κυριαρχία της σε όλα τα επίπεδα της εθνικής ζωής μας. Οι εξωραϊστικές παραχωρήσεις σε επουσιώδη θέματα και οι ελάχιστες υποχωρήσεις της Κυβέρνησης αποσκοπούν στο να της εξασφαλίσουν περιθώρια τακτικής ευελιξίας και να αποπροσανατολίσουν τον λαό. Μπρος στη προοπτική οικονομικών επιπλοκών, κοινωνικών εντάσεων και ταξικών αγώνων, τα διεθνή υπερμονοπώλεια και η ντόπια ολιγαρχία θέλουν να έχουν στα χέρια τους αποφασιστικά μέσα επιβολής και ελέγχου της ζωής του τόπου μας. Η περιστασιακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Δεξιάς επιτρέπει την κατάστρωση σε συνταγματικούς κανόνες όλων των μέτρων που κρίνονται απαραίτητα για την περιφρούρηση των ζωτικών συμφερόντων του μονοπωλιακού καπιταλισμού.

Μέσα σε αυτή την προβληματική πρέπει να ενταχθεί και ο μύθος για την ανάγκη ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας γύρω από τον οποίο ακτινώνεται σωρεία άλλων ζητημάτων, όπως η στεγανοποίηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, των ενόπλων δυνάμεων, της εξωτερικής πολιτικής, η φαλκίδευση των λαϊκών ελευθεριών και η συρρίκνωση των ατομικών δικαιωμάτων.

Πέρα απ’ όλα αυτά εκείνο που δημιουργεί ανησυχίες και φόβους είναι η μεθοδολογία του συντακτικού νομοθέτη. Η διεύρυνσή της επιμερίζεται σε δύο σκέλη: πρώτο, όσον αφορά την εγχώρια πείρα και δεύτερο, σε ότι αφορά τα ξένα πρότυπα.

Α) Είναι κοινή διαπίστωση ότι η φρικώδης πείρα του παρελθόντος και οι τραυματικές εμπειρίες της εφταετίας δεν αξιοποιούνται. Αντίθετα, οι συνταγματικές παρεκκλίσεις του παρελθόντος και οι εκτροπές απ’ τη δημοκρατική νομιμότητα θεσμοποιούνται. Η παλιά παρασυνταγματική ή και αντισυνταγματική πρακτική παγιούται. Επιχειρείται δε όλα αυτά να αποκτήσουν την αυξημένη τυπική ισχύ που έχουν οι συνταγματικοί κανόνες και να ενσωματωθούν στο νέο Σύνταγμα.

Β) Από τα Συντάγματα των κρατών της Δ. Ευρώπης, σταχυολογούνται μερικές γενικές αρχές, ηχηρές διακηρύξεις και μεμονωμένες διατάξεις που αποσκοπούν στον αποπροσανατολισμό και το νανούρισμα του λαού. Όλα αυτά ενταγμένα σε ένα καισαρικό και ανελεύθερο μίγμα διατάξεων καταντούν μια «σωρευτική υπερφαλλάγγιση του κοινοβουλευτικού συστήματος και υπονόμευση της λαϊκής κυριαρχίας».

Άρα, και η αξιόπιστη πείρα απουσιάζει και η αυθεντία των ξένων προτύπων εκμηδενίζεται.

Αναδημοσιεύσεις:

Αρθρογραφία/Δημοσιεύσεις

Η αρθρογραφία και οι δημοσιεύσεις του Γιάννη Μαντζουράνη ανά κατηγορία ενδιαφέροντος.