αναζήτηση

Πολιτικό Έγκλημα και Τρομοκρατία

  1. Η σύλληψη και άσκηση ποινικής δίωξης, καθώς και η προσαγωγή σε δίκη των φερομένων ως μελών της τρομοκρατικής οργάνωσης «Ε.Ο. 17Ν» επί πολλούς μήνες έθεσε στο επίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος το ζήτημα της φύσης του πολιτικού εγκλήματος, το οποίο στο πλαίσιο της επικαιρότητας συχνά αντιμετωπίσθηκε εν θερμώ και εκ του προχείρου με αποτέλεσμα ο σχετικός δημόσιος διάλογος να περιορισθεί σε πλείστα όσα απλουστευτικά σχήματα, που δεν αποδίδουν σε όλο το βάθος και εύρος το πολυσήμαντο περιεχόμενο της νομικής έννοιας του πολιτικού εγκλήματος. Η όλη συζήτηση δεν ήταν άνευ πρακτικών συνεπειών, καθόσον το θέμα του χαρακτηρισμού των αποδιδόμενων στα φερόμενα ως μέλη της «Ε.Ο. 17Ν» εγκλημάτων ως πολιτικών εγκλημάτων συνάπτεται αρρήκτως με την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, που θα κρίνει τις αποδιδόμενες στους συγκεκριμένους κατηγορουμένους εγκληματικές πράξεις, καθώς και την δυνατότητα απονομής ή μη αμνηστίας.
    Ήδη την 14-3-2003 το εν Κορυδαλλώ συνεδριάζον Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών απεφάνθη ότι τα αποδιδόμενα στους φερόμενους ως μέλη της «Ε.Ο. 17Ν» εγκλήματα δεν είναι πολιτικά με ένα σκεπτικό, το οποίο προφανώς υιοθετεί την μέχρι σήμερα κρατούσα στη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων «στενή αντικειμενική θεωρία περί πολιτικού εγκλήματος».
    Ανεξαρτήτως του νομολογιακού προηγούμενου, που δημιουργείται από το περιεχόμενο της ούτως ή άλλως αναμενόμενης Απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών, η οποία όμως ούτε θέσφατον αποτελεί ούτε υπεράνω κριτικής ίσταται, η αποσαφήνιση του εννοιολογικού περιεχομένου του νομικού όρου «πολιτικό έγκλημα»και η σχέση του με την έννοια «τρομοκρατική πράξη» συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για ένα ουσιαστικό αναστοχασμό πολλών απόψεων του  συρμού, γύρω από ένα εξόχως δυσχερές νομικό πρόβλημα, που η ερμηνευτική προσέγγισή του το μεν απαιτεί την επιστημονική γνώση και νηφαλιότητα των επαϊόντων της νομικής επιστήμης το δε δοκιμάζει τα όρια αντοχής του νομικού πολιτισμού μας, που αφορά και ενδιαφέρει το σύνολο των ενεργών πολιτών.
  2. Κάθε συζήτηση γύρω από νομικές έννοιες, οι οποίες δεν γνωρίζουν ούτε γενικό νομοθετικό ορισμό ούτε μονοσήμαντα θεωρητικά και νομολογιακά πορίσματα, όπως είναι οι έννοιες «πολιτικό έγκλημα» και «τρομοκρατία», οφείλει να εκκινεί με αφετηρία το μεθοδολογικό δεδομένο ότι οι νομικές έννοιες ουδέποτε είναι αξιολογικώς ουδέτερες και πάντοτε χαρακτηρίζονται από ιστορικότητα, δηλαδή αποκτούν διαφορετικό νόημα κάτω από διαφορετικές ιστορικές περιστάσεις και προσλαμβάνουν διαφορετική σημασία αναλόγως με τον ιστορικό χώρο και χρόνο αναφοράς τους και τις εκάστοτε κρατούσες ηθικές αντιλήψεις στο πλαίσιο της κυρίαρχης ιδεολογίας.
    Υπό αυτούς τους όρους, η ερμηνευτική προσέγγιση του ζητήματος του χαρακτηρισμού των δικαζόμενων επί του παρόντος στο Τριμελές Εφετείο Κακ/των Αθηνών εγκλημάτων επιβάλλει την ιστορική αναδρομή στην θεωρητική και νομολογιακή αντιμετώπιση της έννοιας «πολιτικό έγκλημα» και την συνεπακόλουθη αναγωγή σε μια γενικότερη προβληματική της σχέσης των εννοιών «πολιτικό έγκλημα» και «τρομοκρατία».
  3. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο επισημαίνονται τα ακόλουθα:
    1. Η έννοια του πολιτικού εγκλήματος αποτελεί πνευματικό δημιούργημα της φιλελεύθερης ιδεολογίας των αρχών του 19ου αιώνα και έκτοτε εμφανίζει σημαντική διακύμανση των κριτηρίων προσδιορισμού της, που δεν απορρέει αποκλειστικώς και μόνον από τις διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις των διαφόρων σχετικών θεωριών, αλλά επηρεάζεται αμέσως από την εκάστοτε κρατούσα πολιτική κατάσταση και την συνακόλουθη κυρίαρχη ιδεολογία.
    Από τον 6ο π.Χ αιώνα  μέχρι και την Γαλλική Επανάσταση παρόμοιες ή παρεμφερείς με τα σήμερον καλούμενα «πολιτικά εγκλήματα» εγκληματικές πράξεις δεν ήταν εντελώς άγνωστες στις διάφορες νομοθεσίες, οι οποίες αντιμετώπιζαν με ιδιάζουσα αυστηρότητα, ήτοι με τις ποινές του θανάτου και της δήμευσης της περιουσίας,  όσες εγκληματικές πράξεις είτε προσέβαλαν το πρόσωπο του άρχοντα ή του μονάρχη είτε απειλούσαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την υπόσταση του κράτους είτε σπανιώτερον κατέτειναν στην ανατροπή του εκάστοτε κρατούντος πολιτικού συστήματος. Υπό την επήρεια των τότε κρατουσών συνθηκών ήταν αδιανόητη η εξέταση των ελατηρίων του δράστη αυτών των εγκλημάτων, ενώ γενικό χαρακτηριστικό  γνώρισμα όλων αυτών των νομοθεσιών υπήρξε η βαρύτερη τιμωρία των πολιτικών εγκλημάτων ως «εγκλημάτων καθοσίωσης» (crimina majestatis) από τα κοινά εγκλήματα και μάλιστα  με συνηθέστερον επιβαλλόμενη την θανατική ποινή, πλην της υπό της Αθηναϊκής Δημοκρατίας αντιμετώπισης της τυραννοκτονίας, η οποία εθεωρείτο ως θεμιτό μέσο προστασίας της δημοκρατίας και γι αυτό παρέμεναν ατιμώρητοι οι τυραννοκτόνοι, οι οποίοι επιπλέον απελάμβαναν και ιδιαιτέρων τιμών. 2. Υπό την επίδραση των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης, η οποία υπήρξε «έν μέγα συλλογικόν πολιτικόν έγκλημα», τίθεται για πρώτη φορά το πρόβλημα της διάκρισης του από πολιτικά κίνητρα και προς επίτευξη πολιτικών στόχων κινούμενου εγκληματία, ο οποίος ελαύνεται από ευγενή ελατήρια και επιδιώκει την καλυτέρευση των πολιτικών συνθηκών της κοινωνίας, από τον κοινό εγκληματία. Η ενλόγω διαφορετική αντιμετώπιση συστηματοποιείται το πρώτον στο Νόμο, που έθεσε σε ισχύ την 28-4-1832 ο Βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Φίλιππος δυνάμει του οποίου καθιερώνονται  το πρώτον ηπιώτερες σε σχέση με τις επιβαλλόμενες στους κοινούς εγκληματίες ποινές κατά των πολιτικών εγκληματιών.
    Υπό το κράτος των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης αρχίζει να διαμορφώνεται στην νομική επιστήμη ένας ειδικός χαρακτήρας ή τύπος δράστη εγκλήματος, ο πολιτικός εγκληματίας, ο οποίος ως ιδεολόγος δρά υπό εντελώς διαφορετικό πρίσμα ηθικοκοινωνικών αξιολογήσεων και με την ενίοτε εγκληματική δράση του τείνει να επιβάλλει τις πολιτικοκοινωνικές ιδέες του, δι’ ό και περιβάλλεται υπό ενός πλέγματος κανόνων δικαίου, οι οποίοι καθιδρύουν μια τουλάχιστον διαφορετική αν όχι και ευμενέστερη μεταχείριση.
    3. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών σχηματοποιούνται  οι υποκειμενικές θεωρίες, οι οποίες προσδιορίζουν το πολιτικό έγκλημα με κριτήριο το πολιτικό κίνητρο ή τον πολιτικό σκοπό του δράστη είτε απεριορίστως υπό τον όρον της πολιτικής υφής του κινήτρου ή του σκοπού του εγκληματία (αμιγής ή ευρεία υποκειμενική θεωρία) είτε υπό την προϋπόθεση ότι περιεχόμενο του πολιτικού κινήτρου ή  σκοπού είναι η κατάλυση ή μεταβολή του πολιτεύματος ή η ανατροπή της εσωτερικής πολιτικής υπόστασης του κράτους (στενή υποκειμενική θεωρία).
    Παρά την ιστορική νομιμοποίησή τους, όλες οι εκδοχές των υποκειμενικών θεωριών εμφανίζουν τα βασικά μειονεκτήματα της δημιουργίας αφόρητης ανασφάλειας δικαίου και της αδυναμίας διάκρισης μεταξύ αμιγούς και συνθέτου πολιτικού εγκλήματος, τα οποία οφείλονται στο θεμελιακό σφάλμα αυτών των θεωριών, οι οποίες σε ένα γενικώς ισχύον νομικό σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού του αδίκου ως εκδηλουμένης στο εξωτερικό κόσμο προσβολής εννόμων αγαθών προκρίνουν την ανεπίτρεπτη υποκατάσταση του πληττομένου εννόμου αγαθού από τον σκοπό και τα ελατήρια του δράστη, που και δυσπροσδιόριστα και δυσαπόδεικτα είναι, αφού ανάγονται στον εσωτερικό κόσμο της διανοίας και της ψυχής του δράστη. Με άλλες λέξεις, η πρωταρχική αστοχία και η συνακόλουθη επικινδυνότητα των υποκειμενικών θεωριών έγκειται στην αναζήτηση της ουσίας του προβλήματος στον εγκέφαλο είτε του κρινόμενου είτε του κριτή και όχι στα πράγματα, όπου σχεδόν πάντα απαντάται και βρίσκεται.
    Σημειωτέον ότι οι υποκειμενικές θεωρίες κυριάρχησαν στη νομολογία του Αρείου Πάγου κυρίως κατά την πολιτικώς ταραχώδη περίοδο 1920 -1929 και συγκεκριμένως επί υποθέσεων υπαγωγής ή μη εγκλημάτων στο Διάταγμα Αμνηστίας της 8-11-1920 και επανακάμπτουν εντελώς προσωρινώς με το ΠΔ 519/26/26-7-1974 «Περί Χορηγήσεως Αμνηστίας», οπότε για εξαιρετικώς ειδικούς πολιτικούς λόγους υιοθετείται η δυνάμενη να προσδώσει ευρύτερη έκταση στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος ευρεία υποκειμενική θεωρία, έτσι ώστε να υπαχθούν στην αμνηστία όσο το δυνατόν περισσότερα εγκλήματα (ΑΠ 62/1921, ΑΠ 8/1922 και ΑΠ 63/1927).
  4. Μετά την εμπέδωση της κυριαρχίας της αστικής τάξης και το πέρασμα του «επαναστατικού πνεύματος» από τους κόλπους της αστικής τάξης στα κηρύγματα του αναρχισμού και του κομμουνισμού εμφανίζονται κυρίως στην Γερμανία οι αντικειμενικές θεωρίες, οι οποίες με κριτήριο την φύση του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού θεωρούν ως πολιτικό έγκλημα πράξεις, που πλήττουν:
    αα) είτε ευθέως ή εμμέσως ένα πολιτικό έννομο αγαθό, το οποίο έχει σχέση με την εσωτερική ή εξωτερική ασφάλεια ή τάξη του κράτους  έτσι ώστε με την προσβολή αυτού απειλείται η ύπαρξη του κράτους ή του πολιτεύματος (ευρεία αντικειμενική θεωρία),
    ββ) είτε ευθέως ένα πολιτικό έννομο αγαθό, το οποίο έχει σχέση με την εσωτερική ασφάλεια ή τάξη του κράτους, το ισχύον Σύνταγμα και τις 3 λειτουργίες της κρατικής εξουσίας, έτσι ώστε με την προσβολή αυτών τίθεται σε κίνδυνο η ύπαρξη του υπάρχοντος πολιτικού καθεστώτος ή του πολιτεύματος (στενή αντικειμενική θεωρία).
    Βασικά μειονεκτήματα της ευρείας αντικειμενικής θεωρίας είναι κυρίως η υπερβολική επέκταση του πεδίου εφαρμογής του πολιτικού εγκλήματος ακόμη και σε περιπτώσεις πλήρως αποσυνδεδεμένες από την ύπαρξη πολιτικού κινήτρου ή στόχου, καθώς και η ιστορική σχετικότητα του καθορισμού της εννοίας των εννόμων αγαθών ως πολιτικών ή μη από τον εκάστοτε νομοθέτη ή εφαρμοστή του δικαίου, ενώ ουσιαστικό ελάττωμα της στενής αντικειμενικής θεωρίας αποτελεί ο – εξαιτίας της πολύ στενής οριοθέτησης της εννοίας του πολιτικού εγκλήματος –  υπέρμετρος περιορισμός της πρακτικής σημασίας της διάκρισης ενός εγκλήματος ως πολιτικού ή μη.
    Η επικράτηση των αντικειμενικών θεωριών «αποτελεί θαυμάσιο δείγμα της προσπάθειας των νομικών να συμβιβάσουν την ιδεολογία των «αιώνιων αξιών» με το συμφέρον των εκάστοτε (και προσωρινά πάντα) ισχυρών. Από το ένα χέρι παρέχεται γενναιόδωρα η εύνοια της πολιτείας στον πολιτικό εγκληματία με την απαγόρευση της επιβολής θανατικής ποινής σ’ αυτόν, με τη δυνατότητα χορήγησης αμνηστίας, με την πρόβλεψη ειδικής δωσιδικίας και την παραπομπή του στα δικαστήρια των ενόρκων, με την απαγόρευση έκδοσης, και από το άλλο αφαιρείται ο χαρακτηρισμός του πολιτικού εγκλήματος από την πράξη του και μαζί με αυτόν και τα ευεργετήματα, αφού στην πραγματικότητα δεν υπάρχει αντικειμενικά καθαρά πολιτικό έγκλημα» (Βλ.: Ι. Μανωλεδάκης: Ποινικό Δίκαιο, Θεσ/νίκη 1992 σελ. 238).
    Εν ολίγοις, η κατά τις αντικειμενικές θεωρίες δραστική συρρίκνωση του εννοιολογικού περιεχομένου του όρου «πολιτικό έγκλημα» καταλήγει σε πλήρη αχρήστευση της διάκρισης μεταξύ κοινού και πολιτικού εγκλήματος με την ουσιαστική εκκένωση της από κάθε σοβαρή πρακτική συνέπεια.
    Αξιομνημόνευτον είναι ότι η νομολογία του Αρείου Πάγου από το 1852 και εντεύθεν (ΑΠ/ 40/ 1852) κατά κύριο λόγο δέχεται την στενή αντικειμενική θεωρία παρά τις – αναλόγως με τις πολιτικές συγκυρίες – παρατηρούμενες διακυμάνσεις μεταξύ της αποδοχής άλλοτε της ευρείας και άλλοτε της στενής εκδοχής της αντικειμενικής θεωρίας.
  5. Τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα τόσον των υποκειμενικών όσον και τον αντικειμενικών θεωριών προσπαθούν να εξισορροπήσουν οι λεγόμενες μικτές θεωρίες, οι οποίες επιχειρούν την εννοιολογική συγκρότηση του πολιτικού εγκλήματος με κριτήρια τόσον την φύση του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού όσον και το κίνητρο ή τον σκοπό του δράστη και χαρακτηρίζουν ως πολιτικό έγκλημα κάθε πράξη, που υποκειμενικώς αποσκοπεί αμέσως ή εμμέσως στην ανατροπή ή αλλοίωση του ισχύοντος πολιτεύματος και αντικειμενικώς προσβάλλει την εσωτερική  υπόσταση του κράτους ή την μορφή της εν αυτώ καθεστικηκυίας πολιτικής τάξης, το Σύνταγμα και τις  3  λειτουργίες της κρατικής εξουσίας.
    Το βασικό μειονέκτημα των μικτών θεωριών και ιδίως της στενής μικτής θεωρίας, η οποία έχει ως βάση εκκίνησης την στενή αντικειμενική θεωρία και περιορίζει τον σκοπό του δράστη στα στενά όρια της μεταβολής ή κατάλυσης του πολιτεύματος, εντοπίζεται στην σώρευση κριτηρίων και προϋποθέσεων, που σε τελική ανάλυση αποδυναμώνουν υπερβολικώς την πρακτική σημασία της διαφοροποίησης μεταξύ πολιτικού ή μή εγκλήματος.
    Αξιοσημείωτον είναι ότι η νομολογία του Αρείου Πάγου κυρίως μετά το 1974 σε ορισμένες περιπτώσεις έχει δεχθεί τις μικτές θεωρίες προεχόντως υπό την στενή ερμηνευτική εκδοχή τους (ΑΠ 761/1975).
  6. Οι δομικές ατέλειες των προαναφερομένων 3 παραδοσιακών θεωριών για το πολιτικό έγκλημα αντιμετωπίζονται κατά το μάλλον ή ήττον επιτυχώς από τη σύγχρονη «θεωρία του πολιτικού εγκληματία», η οποία το πρώτον προτείνεται από την ιταλική θετική σχολή στον Μεσοπόλεμο, προσφέρει πλησιέστερες στην λογική και στην φύση των πραγμάτων λύσεις και επιτρέπει την ορθότερη ερμηνευτική προσέγγιση του ζητήματος της σχέσης των εννοιών «πολιτικό έγκλημα» και «τρομοκρατική πράξη». Η ιδιομορφία της θεωρίας του πολιτικού εγκληματία έναντι των παραδοσιακών θεωριών έγκειται στη μετάθεση της προσοχής από την τυποποίηση ορισμένων εγκλημάτων ως πολιτικών βάσει αντικειμενικών ή υποκειμενικών ή μικτών κριτηρίων στη συγκρότηση του υποκειμένου της εγκληματικής συμπεριφοράς, ήτοι στην διαμόρφωση ενός άλλου εγκληματικού τύπου, του πολιτικού εγκληματία.
    Κατά την θεωρία του πολιτικού εγκληματία, οι βασικές προϋποθέσεις για την συγκρότηση του υποκειμένου του πολιτικού εγκληματία είναι οι ακόλουθες:
    α) η ένταξη και συμμετοχή σ’ ένα πολιτικό σχηματισμό, η οποία στην ουσία αποτελεί αναγνώριση της σχεδόν αδιαμφισβήτητης κοινωνιολογικής διαπίστωσης της αδυναμίας του ανθρώπου ως ατόμου να ανατρέψει ή κλονίσει το πολιτικοκοινωνικό καθεστώς και της συνακόλουθης ανάγκης συμμετοχής σε συλλογικό πολιτικό και οργανωτικό σχήμα και οριοθετείται ως συμμετοχή σε εθελοντική ένωση προσώπων, που έχει πολιτικό πρόγραμμα και αποβλέπει καταρχήν στην κατάλυση και μετέπειτα στην  άσκηση της κρατικής εξουσίας, αφού στην σύγχρονη εποχή οι πολιτικοί αγώνες διεξάγονται πάντοτε ανάμεσα σε πολιτικές ομάδες και όχι σε άτομα.
    Αυτό σημαίνει ότι ως πολιτικός σχηματισμός νοείται μία μη λειτουργική πολιτική οργάνωση ή κόμμα άρα και κόμμα εκτός της έννομης και συνταγματικής τάξης με ανατρεπτικό του δημοκρατικού πολιτεύματος πολιτικό προσανατολισμό ή στόχο, ο οποίος εμπεριέχει ακόμη και την με βίαιες εγκληματικές πράξεις προσβολή του πολιτεύματος και άλλων κρατικών και κοινωνικών εννόμων αγαθών, αφού η μή ένταξη στην έννοια του συνταγματικώς προστατευόμενου κόμματος δεν αναιρεί τον πολιτικό χαρακτήρα μιας εθελοντικής ένωσης προσώπων με πολιτική στόχευση.
    β) η διάπραξη εγκλημάτων και η παραβίαση ισχυόντων κανόνων δικαίου σε αντιστοιχία με την υλοποίηση του πολιτικού προγράμματος του οργανωμένου πολιτικού σχηματισμού, με την έννοια ότι οι επιμέρους εγκληματικές πράξεις πρέπει να συνδέονται μεταξύ τους και να εντάσσονται ως τμήματα σε ένα ενιαίο συνολικό σχέδιο υλοποίησης ενός πολιτικού προγράμματος.
    γ) η στάθμιση μεταξύ αφενός μεν της σοβαρότητας των διαπραττομένων εγκλημάτων και του βαθμού και της ποιότητας της προσβολής των εννόμων αγαθών αφετέρου δε της πολιτικής ταυτότητας του εγκληματία και του πολιτικού σκοπού στον οποίο αποβλέπει.
    Εδώ εισάγεται ένα κριτήριο αναλογικότητας υπό την έννοια της διερεύνησης της σχέσης των διαπραττομένων εγκλημάτων προς την έκταση και την ποιότητα των πολιτικών επιδιώξεων, με άλλες λέξεις εξετάζεται, εάν τα τελούμενα εγκλήματα είναι αναγκαία, πρόσφορα και τελικώς ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο πολιτικό σκοπό.
    Σε γενικές γραμμές η θεωρία του πολιτικού εγκληματία αποφεύγει τα μειονεκτήματα των 3 παραδοσιακών θεωριών και παρέχει συγκριτικώς ασφαλέστερα κριτήρια υπό τον απαράβατο όρο της αποφυγής των γενικεύσεων και της εκάστοτε συγκεκριμένης (in concreto) αξιολόγησης του πραγματικού υλικού  της κρινόμενης περίπτωσης. Συγκεκριμένως η θεωρία του πολιτικού εγκληματία:
    ι) αποφεύγει την ανασφάλεια δικαίου, που συνεπάγεται η αποδοχή των υποκειμενικών θεωριών, οι οποίες αναλόγως με την κοινωνικοπολιτική συγκυρία εξαρτούν την υπαγωγή ή μή μιας εγκληματικής πράξης στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος αποκλειστικώς και μόνον με βάση τον σκοπό του δράστη,
    ιι) υπερβαίνει τις λογικές κατασκευές των αντικειμενικών θεωριών, οι οποίες οδηγούν είτε σε υπέρμετρη διεύρυνση είτε αντιθέτως σε στενή οριοθέτηση της εννοίας του πολιτικού εγκλήματος, καθώς και
    ιιι) απομακρύνεται από την ασφυκτική συστολή του εννοιολογικού περιεχομένου του όρου «πολιτικό έγκλημα» με την σώρευση των παράλληλων προϋποθέσεων των μικτών θεωριών.
    Πέραν όλων αυτών, όμως, η πλέον ουσιαστική συμβολή της θεωρίας του πολιτικού εγκληματία εντοπίζεται στην διεύρυνση του περιεχομένου της εννοίας της πολιτικής δραστηριότητας και της πολιτικής ένωσης ή οργάνωσης πέραν και έξω από τα όρια, που θέτει η εκάστοτε ισχύουσα έννομη και συνταγματική τάξη, δηλαδή υιοθετείται μια αντίληψη για την πολιτική δράση και οργάνωση, η οποία θεμελιώνεται όχι τόσον στην νομιμότητα των μεθόδων και μέσων αλλά στον πολιτικό χαρακτήρα των τεθειμένων σκοπών και στην αλληλουχία και αντιστοιχία σκοπών, οργανωτικής δομής και δράσης, που τελικώς με «καθολικότητα οπτικής» νοούνται ως ολότητα με στόχευση την κρατική εξουσία. Υπό αυτή την οπτική γωνία καθίσταται εφικτή και η αντιμετώπιση του δυσχερούς νομικού προβλήματος της σχέσης των εννοιών «πολιτικό έγκλημα» και «τρομοκρατία».
  7. Εν προκειμένω επισημαίνεται ότι οι έννοιες «τρομοκρατία» και «τρομοκρατική πράξη» ανήκουν στην νομική κατηγορία των αξιολογικών αόριστων εννοιών, που η αοριστία τους το μεν οφείλεται στην πολυσημία τους το δε επιτείνεται από την απουσία κοινώς αποδεκτής συμφωνίας για το ακριβές περιεχόμενο τους, με συνέπεια η ανυπαρξία γενικού ορισμού των ενλόγω εννοιών να υποκαθίσταται σε νομοθετικά κείμενα τόσον του εσωτερικού όσον και του διεθνούς δικαίου από την επιλογή της θεματικής προσέγγισης αυτών με την απαρίθμηση και περιγραφή συγκεκριμένων πράξεων, που αντιμετωπίζονται ως τρομοκρατικές πράξεις.
    Η έλλειψη ενός γενικώς αποδεκτού ορισμού της τρομοκρατίας και της τρομοκρατικής πράξης τόσον σε θεωρητικό όσον και σε νομοθετικό επίπεδο αφενός μεν οφείλεται στο  πολύμορφο, πολύπλοκο και πολυσχιδές του τρομοκρατικού φαινομένου, το οποίο ευφυώς χαρακτηρίζεται ως «εννοιολογική μέδουσα», αφετέρου δε επιτρέπει την σχεδόν καθημερινή κακοποίηση των όρων «τρομοκρατία» και «τρομοκρατική πράξη», που συχνά δεν είναι άμοιρη ιδεολογικών προκαταλήψεων και πολιτικών σκοπιμοτήτων.
    Παρόλα αυτά, όμως, το φαινόμενο της τρομοκρατίας δεν αιωρείται σε απόλυτο θεωρητικό κενό, καθόσον  έχουν γίνει πολλές και σοβαρές προσπάθειες νομικής οριοθέτησης του και έχουν προταθεί πολλοί ορισμοί εργασίας (working definitions), οι οποίοι, παρά τις σημαντικές αποκλίσεις και παραλλαγές, περιλαμβάνουν τα ακόλουθα βασικά στοιχεία:
    α) χρήση βίας ή τουλάχιστον απειλής βίας,
    β) ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων ή αδιακρίτων αθώων θυμάτων,
    γ) συμβολική λειτουργία της βίας με την έννοια της πρόκλησης δημοσίων εντυπώσεων και πολιτικών επιπτώσεων μέσω της διασποράς τρόμου στα πολιτειακά όργανα και στην κοινή γνώμη, ο οποίος προκαλείται από τις επιχειρούμενες εγκληματικές πράξεις,
    δ) ύπαρξη οργάνωσης με την έννοια του παράνομου στρατιωτικοποιημένου μηχανισμού,
    ε)  άσκηση πρακτικών πολέμου χωρίς την ιδιότητα του εμπολέμου  με την έννοια του ανταρτοπολέμου,
    στ) εξυπηρέτηση ιδεολογικών, κοινωνικών ή εν γένει πολιτικών σκοπών, στο πλαίσιο μιας  στρατηγικής πολιτικής ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης.
    Από τα προαναφερθέντα καθίσταται ολοφάνερη η συνάφεια πολιτικής και τρομοκρατίας, η οποία σε όλη την ιστορική διαδρομή της εμφανίζεται ως μορφή πολιτικής δράσης εκτός των ορίων της νομιμότητας και γι’ αυτό δεν είναι τυχαία η εμφανής και σταθερή προσπάθεια όλων των σχετικών μεταπολεμικών νομοθετημάτων τόσον σε εθνικό όσον και διεθνές επίπεδο να αποπολιτικοποιηθεί το τρομοκρατικό φαινόμενο με την ένταξη της ποινικής αντιμετώπισής του στο κανονιστικό πλαίσιο και με το νομικό οπλοστάσιο της καταστολής του οργανωμένου εγκλήματος.
  8. Κάτω από το πρίσμα των προεκτεθέντων θεωρητικών κεκτημένων και νομολογιακών δεδομένων αποκαλύπτεται πλήρως το εσφαλμένον αντιλήψεων και αφορισμών, όπως λ.χ.i) «πολιτικά εγκλήματα σε δημοκρατικό καθεστώς, χωρίς λαϊκό έρεισμα και μαζική στήριξη δεν νοούνται», ii) «δολοφονίες και ληστείες δεν είναι πολιτικά εγκλήματα», iii) «η υπαγωγή μιας τρομοκρατικής πράξης στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος προσφέρει ηθική κάλυψη στους τρομοκράτες», iv) «νομικώς έχει λυθεί ότι η τρομοκρατία δεν είναι πολιτικό έγκλημα», v) «πολιτικό έγκλημα και τρομοκρατική πράξη είναι έννοιες ασύμβατες»   κ.λ.π.
    Και αυτό γιατί:
    α) εγκλήματα εσχάτης προδοσίας αλλά και εγκληματικές πράξεις με στόχο τη μεταβολή του ισχύοντος σε ένα κράτος κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος τελούνται και σε δημοκρατικώς οργανωμένες πολιτείες, άλλως δεν θα είχε λόγο ύπαρξης και νόημα η πρόβλεψη του πολιτικού εγκλήματος στις διατάξεις των άρθρων 47 και 97 του ισχύοντος Συντάγματος, οι οποίες μάλιστα δεν απαλείφθησαν και κατά την προσφάτως μεσολαβήσασα Συνταγματική Αναθεώρηση, χωρίς βεβαίως να λησμονείται ότι το δημοκρατικό πολίτευμα θεωρείται το σχετικώς καλύτερον για την μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων πλην όμως  η κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν είναι ούτε το «τέλος της ιστορίας των πολιτευμάτων» ούτε είναι a priori υπεράνω αμφισβήτησης από μια μικρή ή μεγάλη μερίδα πολιτών έτσι ώστε να αποκλείεται η απόπειρα ανατροπής της ακόμη και με ανορθόδοξο τρόπο και παράνομα μέσα,
    β)  Και μια δολοφονία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πολιτικό έγκλημα, εάν είτε το θύμα στο συγκεκριμένο ιστορικό χώρο και χρόνο ενσαρκώνει το πολιτειακό καθεστώς (αντικειμενικές θεωρίες) είτε  το κίνητρο του δράστη ήταν πολιτικό , δηλαδή ο πολιτικός κλονισμός του καθεστώτος (υποκειμενικές θεωρίες), (και) είτε η ειδεχθής εγκληματική πράξη του φόνου ήταν σε λογική αντιστοιχία με το πολιτικό κίνητρο του δράστη (μικτές θεωρίες), όπως λ.χ η κλασσική περίπτωση της  βασιλοκτονίας στα μοναρχικά πολιτεύματα, όπου ο μονάρχης συγκέντρωνε και προσωποποιούσε την κρατική εξουσία.
    γ) Η ενδεχόμενη αναγνώριση του πολιτικού χαρακτήρα μιας τρομοκρατικής πράξης δεν παρέχει αυτομάτως ηθική κάλυψη στην τρομοκρατία και πολιτικά εύσημα στους τρομοκράτες, τουναντίον η προβολή αυτής της άποψης ναρκοθετεί τον ελεύθερο δημόσιο διάλογο στο μέτρο που επιχειρεί να ενοχοποιήσει επιστημονικές τοποθετήσεις σε ένα νομικό ζήτημα, το οποίο και επιδεκτικόν διαφορετικών ηθικοπολιτικών προσεγγίσεων και αμφιλεγόμενον στην θεωρία και στη νομολογία είναι. 
    Μέσα σε αυτό το κλίμα, όμως, εγκυμονεί ο κίνδυνος να απωλεσθεί η κατά τον Έγελο «ιστορική αλήθεια» της συγκεκριμένης κρίσιμης συγκυρίας και να μεταβληθεί η δημόσια αντιπαράθεση σε δίκη αξιών, απόψεων, λέξεων, νοημάτων και προθέσεων και εντέλει σε κυνήγι μαγισσών.
    δ) Ουδείς κανόνας δικαίου με δεσμευτική ισχύ στην Ελλάδα  αποκλείει τον χαρακτηρισμό των τρομοκρατικών πράξεων ως πολιτικών εγκλημάτων, πλην της διάταξης του άρθρου 1 του Ν. 1789 /1988 «Κύρωση Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Καταστολή της Τρομοκρατίας», όπου, όμως, ρητώς αναφέρεται ότι μόνον για τις ανάγκες της έκδοσης μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών οι τρομοκρατικές πράξεις  δεν λογίζονται ως πολιτικά εγκλήματα, εξ ου ευχερώς συνάγεται εξ αντιδιαστολής επιχείρημα (a contrario argumentum)  ότι σε άλλες πλην της έκδοσης περιπτώσεις είναι και δυνατή και επιτρεπτή η αντιμετώπιση μιας τρομοκρατικής πράξης ως πολιτικού εγκλήματος.
    ε) Μέσα σε αυτό το πλαίσιο καθίσταται σαφές ότι in abstracto οι έννοιες  «πολιτικό έγκλημα» και  «τρομοκρατική πράξη» δεν είναι ασύμβατες, όπως δεν είναι και ταυτόσημες, πλην όμως κάλλιστα μπορεί να είναι επάλληλες, καθόσον συχνά αλληλοκαλύπτονται και αλληλοτέμνονται εν μέρει, αφού οι τρομοκρατικές πράξεις στον πυρήνα τους αποτελούν την πιο σύγχρονη εκδοχή των πολιτικών εγκλημάτων. Και αυτό, γιατί η προσβολή πολιτικών εννόμων αγαθών του κράτους διέρχεται αναγκαστικώς από την παράλληλη και ταυτόχρονη προσβολή άλλων έννομων αγαθών προσώπων, που δεν είναι φορείς κρατικής εξουσίας, αφού είναι πασίδηλον ότι το κράτος ως μηχανισμός εξουσίας στη σύγχρονη εποχή περιχαρακώνεται με άλλα έννομα αγαθά, όπως λ.χ. ανθρώπινες ζωές, προσωπικές ελευθερίες, εγκαταστάσεις περιουσίες, υπηρεσίες κ.λ.π.. Και αυτό λογικώς συνεπάγεται ότι ο πολιτικός εγκληματίας για να φθάσει στο κράτος πρέπει να περάσει και να πλήξει αυτά τα έννομα αγαθά, που η προσβολή τους όμως δεν συνιστά με τα μέτρα και σταθμά των αντικειμενικών θεωριών αμιγές πολιτικό έγκλημα, αλλά εντάσσεται  στις κατηγορίες είτε του συνθέτου πολιτικού εγκλήματος είτε του κοινού εγκλήματος.
    Η ενλόγω γενική τοποθέτηση δεν συνέπεται αφεαυτού (eo ipso)   τον σε κάθε περίπτωση χαρακτηρισμό μιας τρομοκρατικής πράξης ως πολιτικού εγκλήματος. Και αυτό, γιατί ο χαρακτηρισμός μιας τρομοκρατικής πράξης ως πολιτικού ή μη εγκλήματος προϋποθέτει την εκάστοτε και επί τούτω συγκεκριμένη διερεύνηση της συνδρομής των τριών προαναφερθέντων κριτηρίων, που θέτει η θεωρία του πολιτικού εγκληματία, με αμετακίνητο σημείο αναφοράς πάντοτε το πραγματικό υλικό της κάθε κρινόμενης περίπτωσης.
  9. Με αυτά τα δεδομένα, οι αποδιδόμενες στους φερόμενους ως μέλη της «Ε.Ο 17Ν» εγκληματικές πράξεις και υπό τον απαράβατο όρο της αξιολόγησης των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, όπως συνάγονται από την σχετική ποινική δικογραφία και την ακροαματική διαδικασία, με βάση:
    i. τις υποκειμενικές θεωρίες πρέπει να χαρακτηρισθούν ως πολιτικά εγκλήματα,
    ii. τις αντικειμενικές θεωρίες χαρακτηρίζονται ως εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου
    iii. τις μικτές θεωρίες μπορεί να χαρακτηρισθούν άλλες ως αμιγή ή σύνθετα πολιτικά εγκλήματα άλλες δε ως κοινά εγκλήματα
    iv.την θεωρία του πολιτικού εγκληματία μπορεί να χαρακτηρισθούν άλλες μεν ως αμιγή πολιτικά εγκλήματα άλλες δε ως σύνθετα ή συναφή πολιτικά εγκλήματα υπό την προϋπόθεση ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση πληρούνται και τα 3 προαναφερθέντα κριτήρια, μολονότι για πλείστες εξ αυτών των εγκληματικών πράξεων είναι σφόδρα αμφισβητήσιμη η συνδρομή του τρίτου κριτηρίου της αναλογικότητας, το οποίο αφορά τη διερεύνηση  του εάν και κατά πόσον τα αποδιδόμενα στους συγκεκριμένους κατηγορούμενους εγκλήματα ήσαν αναγκαία, πρόσφορα και ανάλογα με τους επιδιωκόμενους από τον αναμφιβόλως πολιτικό σχηματισμό με την επωνυμία «Ε.Ο. 17Ν» σκοπούς.
    IV. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων συνάγεται ότι τα εκάστοτε προκρινόμενα κριτήρια προσδιορισμού της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος είναι πρωτίστως πολιτικά και ολιγώτερον ή μάλλον συχνά καθόλου νομικά. Κι αυτό, γιατί η επιλογή και εφαρμογή αυτών των κριτηρίων εξαρτώνται πρωταρχικώς από τον εκάστοτε υφιστάμενο συσχετισμό δυνάμεων και τα κάθε φορά υπηρετούμενα συμφέροντα, που πάντοτε αντικατοπτρίζονται και εκφράζονται στη θεωρία και νομολογία, δεδομένου ότι ούτε η νομική επιστήμη ούτε η δικαστική λειτουργία κινούνται σε ιστορικό κενό.

    Υπό αυτούς τους όρους, είναι ευεξήγητον, γιατί κρίνονται ως πολιτικά σχεδόν πάντα μόνον όσα εγκλήματα συνετέλεσαν στην κατάρρευση ενός κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος και σχεδόν ουδέποτε όσα κατατείνουν στην ανατροπή του υπάρχοντος κοινωνικοπολιτικού status quo. Προδήλως οι νικητές δεν γράφουν μόνον την Ιστορία, αλλά σφραγίζουν με ανεξίτηλα αποτυπώματα και την νομολογία των δικαστηρίων.

Αναδημοσιεύσεις:

Αρθρογραφία/Δημοσιεύσεις

Η αρθρογραφία και οι δημοσιεύσεις του Γιάννη Μαντζουράνη ανά κατηγορία ενδιαφέροντος.