αναζήτηση

Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;

Η παρούσα προεκλογική περίοδος αναδεικνύει με οξύ τρόπο το μείζον πολιτικό πρόβλημα του τόπου, ήτοι την ασφυκτική κυριαρχία των διαπλεκόμενων συμφερόντων σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου.

Έκπαλαι είναι γνωστό το ζήτημα των σχέσεων πολιτικής και οικονομίας ή άλλως η διαπλοκή των συμφερόντων του πολιτικού προσωπικού και των ισχυρών οικονομικών παραγόντων, ενώ παλαιόθεν υπήρξε αντικείμενο πολλαπλών ερμηνευτικών προσεγγίσεων σε όλους τους κλάδους των κοινωνικών επιστημών, με κοινή διαπίστωση όμως ότι αυτό το πρόβλημα αναδύεται ταυτοχρόνως με την γένεση τόσον της πολιτικής όσον και της οικονομίας ως αυτόνομων πεδίων δράσης.

Με άλλες λέξεις, είναι κοινή παραδοχή ότι η διαπλοκή των συμφερόντων των φορέων της πολιτικής και της οικονομίας έχει την ίδια ηλικία με την πολιτική και την οικονομία, πλην όμως η προφάνεια αυτής της παραδοχής δεν εξηγεί ούτε πολλώ μάλλον δικαιολογεί την όξυνση, που εσχάτως εμφανίζει αυτή η ανέκαθεν υπαρκτή και συχνά ύποπτη σχέση όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς.

Ειδικώς στην Ελλάδα η γιγάντωση της διαπλοκής πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων συμπίπει με την αποχώρηση των λεγομένων “δεινοσαύρων” της πολιτικής από τον πολιτικό στίβο, η οποία εμφανίστηκε περίπου ως “πανάκεια” για τον δήθεν εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος κυρίως από τα ΜΜΕ, που ελέγχονται πλήρως από τους ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες με αναμφισβητήτως προεξάρχοντα το ρόλο της “ναυαρχίδας” και των λοιπών εντύπων του γνωστού Συγκροτήματος Λαμπράκη.  Ετσι επιχειρείται η συσκότιση του προβλήματος και η ιδεολογική θωράκιση της σχεδόν απόλυτης κυριαρχίας των διαπλεκομένων συμφερόντων στο σύνολο του δημόσιου βίου με το  γνωστό ιδεολόγημα του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος, που προσωποποιείται στις εργώδεις προσπάθειες του εκλεκτού της διαπλοκής κ. Κ. Σημίτη.

Η επιχείρηση μετατροπής του πολιτικού προσωπικού σε απλούς υπαλλήλους των ισχυρών οικονομικών παραγόντων διευκολύνθηκε τα μέγιστα από την αίσια για τους “διαπλεκόμενους” οικονομικούς παράγοντες έκβαση του αγώνα διαδοχής του Α. Παπανδρέου, οπότε και αναδείχθηκε στην ηγεσία του ενός εκ των δύο μεγάλων πολιτικών σχηματισμών ένα πολιτικό πρόσωπο, που η μέχρι τώρα πορεία, παρά τις όποιες ακαδημαϊκές περγαμηνές του, καταδεικνύει ότι αντιλαμβάνεται τον πολιτικό ρόλο του όχι απλώς και μόνον ως διεκπεραιωτή εντολών και συμφερόντων με το έστω και περιορισμένο εύρος εξουσιών ενός εντολοδόχου και πληρεξουσίου, αλλά ως διαχειριστή λ.χ. πολυκατοικίας με εντελώς περιορισμένες αρμοδιότητες επίβλεψης των κοινόχρηστων χώρων, πληρωμής των λογαριασμών της ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ κ.λ.π  ή άλλως ως διεκπεραιωτή εντολών με κύρια, αν όχι μοναδική, αποστολή την διασφάλιση των όρων συντήρησης και λειτουργίας του χώρου, όπου εγκαταβιούν, ευδοκιμούν, “αυξάνονται και πληθύνονται” τα “καλά και συμφέροντα” των εντολέων του.

Εδώ ευλόγως ανακύπτει το ερώτημα σε τι διαφέρει το σήμερον από το χθες στο χώρο της διαπλοκής συμφερόντων πολιτικής και οικονομίας;

Η απάντηση είναι απλή και ολιγόλογη, έχουν ανατραπεί οι ισορροπίες και η οικονομία κατέστη επικυρίαρχος της πολιτικής.

Με άλλες λέξεις, όσο κυριαρχούσαν στο πολιτικό σκηνικό πολιτικές προσωπικότητες, όπως ο κ. Καραμανλής, ο Α. Πανανδρέου και ο Κ. Μητσοτάκης, η πολιτική τάξη είχε διασυνδέσεις, επαφές, σχέσεις ακόμη και εξαρτήσεις από οικονομικά συμφέροντα, πλην όμως σε βάση ισοτιμίας και με αντάλλαγμα τις γνωστές φανερές ή μη εξυπηρετήσεις της οικονομικής ολιγαρχίας από την πολιτική εξουσία, εντούτοις όμως ουδέποτε τέθηκε ζήτημα πρωτοκαθεδρίας.

Και αυτό, γιατί τα πρωτεία της πολιτικής έναντι της οικονομίας μέσα στο όλο ζήτημα εξουσίας ήταν αδιαμφισβήτητα παρά τις υπαρκτές συνδιαλλαγές, τις εμφανείς ή αφανείς συναλλαγές και τους δεδομένους συμβιβασμούς εκατέρωθεν.

Μολονότι υπήρχαν μονίμως μεν επαφές και συζητήσεις, περιστασιακώς δε ακόμη και εκβιασμοί και πιέσεις μεταξύ των εκπροσώπων της πολιτικής τάξης και της οικονομικής ολιγαρχίας, τελικώς οι πολιτικοί αρχηγοί διαμόρφωναν τους “κανόνες του παιγνιδιού” και καθόριζαν τους όρους τόσον της αντιπαράθεσης όσον και της σύνθεσης των εκάστοτε συγκρουόμενων συμφερόντων.

Στην κλίμακα της ιεραρχίας οι ταγοί της οικονομικής ολιγαρχίας κατείχαν υψηλές βαθμίδες πλην όμως τις θέσεις στην κορυφή της πυραμίδας της εξουσίας κατείχαν οι πολιτικοί ηγέτες, που για κανένα λόγο δεν επέτρεπαν την αμφισβήτηση του ρόλου και της ισχύος τους, όχι μόνον γιατί διέθεταν πολιτικό ανάστημα και ηθικό σθένος, αλλά κυρίως γιατί είχαν αναπτυγμένο πρωτίστως το ένστικτο αυτοσυντήρησης, που συνάδει προς “πολιτικά ζώα” και δευτερευόντως το αίσθημα αυτοσεβασμού, που προσιδιάζει σε ανεξάρτητες και αυθύπαρκτες προσωπικότητες.

Στην Ελλάδα, το 1996 αποτελεί ορόσημο στις σχέσεις πολιτικής και οικονομίας.  Πέραν των αντικειμενικών συνθηκών, που οδήγησαν στην αποθέωση της αγοράς ως καθοριστικού παράγοντα διαμόρφωσης των εξελίξεων, έκτοτε συντρέχουν και όλες οι υποκειμενικές προϋποθέσεις υποβάθμισης της πολιτικής και επιβολής της οικονομίας σε όλο το φάσμα της εξουσίας. 

Και γι’ αυτό παρατηρείται το θλιβερό φαινόμενο:

α) άρτι εκλεγέντες πρωθυπουργοί να τρέχουν στον οίκο του “μαίτρ” της διαπλοκής για να συγκροτήσουν  “καθ’ υπαγόρευσιν” το υπουργικό συμβούλιο,

β) υπουργοί είτε να συνωθούνται στα γραφεία των αρχόντων της οικονομίας για “ολίγα ψιχία”, όπως λ.χ. λεπτά τηλεοπτικής ή ραδιοφωνικής προβολής, είτε να μεταβαίνουν ως παράκλητοι στα διάφορα “Μέγαρα” για να συζητήσουν και επιλύσουν διάφορα προβλήματα των μεγαλοσχημόνων και πολυπραγμόνων εκπροσώπων της οικονομικής ολιγαρχίας, που πλέον ούτε καν καταδέχονται να επισκεφθούν υπουργικά γραφεία και

γ) πρωτοκλασάτα κομματικά στελέχη να απαντώνται στους καταλόγους εμμίσθων ή ορθότερον αργομίσθων υπαλλήλων μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.

Είναι πασιφανές ότι σήμερα δεν τηρούνται ούτε τα προσχήματα.  Προδήλως οι φορείς της οικονομικής ολιγαρχίας επιδιώκουν να καταστήσουν σαφές ότι η μέχρι πρότινος ισχύουσα πυραμίδα εξουσίας έχει ανατραπεί. Το primat ανήκει στο μεγάλο κεφάλαιο.  Η πολιτική και οι πολιτικοί βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα.  Οι πολιτικοί αρχηγοί και οι πρωθυπουργοί υπακούουν στα κελεύσματα τους, οι υπουργοί, οι βουλευτές και τα κομματικά στελέχη τελούν υπό καθεστώς εξάρτησης και συχνά ομηρείας.

Η περιγραφείσα αντιστροφή των ρόλων και η συνακόλουθη ανατροπή της πυραμίδας εξουσίας αποτελεί την πιο μεγάλη στρέβλωση του δημοκρατικού πολιτεύματος με ορατούς κινδύνους για όσους δεν εθελοτυφλούν.

Η ανάδειξη της κρισιμότητας του προβλήματος και της αναγκαιότητας ανατροπής αυτού του απαράδεκτου καθεστώτος είναι καθήκον κάθε ανεξάρτητης γραφίδας ή φωνής και κάθε αυτόνομου εντύπου ή άλλου Μέσου Μαζικής Επικοινωνίας, ενώ η αντίσταση σ’ αυτή την κυρίαρχη τάση είναι χρέος κάθε ενεργού πολίτη και υγιούς πολιτικού σχηματισμού.

Η απροσχημάτιστη παρέμβαση όλων των οργάνων των διαπλεκόμενων συμφερόντων στον προεκλογικό αγώνα με την απροκάλυπτη στήριξη του εκλεκτού της διαπλοκής πολιτικού προσώπου και κόμματος, την ωμή προσπάθεια χειραγώγησης της κοινής γνώμης, την παράπλευρη εξαγορά συνειδήσεων, την υπερτιμημένη προβολή των εθελόδουλων και τον επικοινωνιακό αφανισμό των ανθισταμένων, επιβάλλει την αφύπνιση των κομμάτων της αντιπολίτευσης, όχι μόνον γιατί πλήττονται ευθέως από την επιλογή και τα μέσα υλοποίησης της, που επί του παρόντος αμετακλήτως προκρίνουν οι διαπλεκόμενοι ταγοί των δέκα κυρίαρχων παλαιών και νέων “τζακιών”, αλλά και γιατί η αντίσταση δίνει ελπίδα και προοπτική στους πολίτες, που βρίσκονται εγκλωβισμένοι στα ανθρωποφάγα δόκανα όχι μόνον του Χρηματιστηρίου Αξιών αλλά και του Χρηματιστηρίου Πολιτικών.

Κατά συνέπεια, όποιο πολιτικό κόμμα τοποθετήσει στο επίκεντρο της προεκλογικής αντιπαράθεσης το μείζον πολιτικό πρόβλημα του ασφυκτικού εναγκαλισμού όλων των εκφάνσεων της δημόσιας ζωής από τα διαπλεκόμενα συμφέροντα προσφέρει διέξοδο σε μεγάλο αριθμό πολιτών, που συγκαταριθμούνται στους αναποφάσιστους των πολυποίκιλων δημοσκοπήσεων με τις διαφανείς και αδιαφανείς στοχεύσεις, αποκτά ένα θεσμικό συγκριτικό πλεονέκτημα στη συνείδηση της πλειοψηφίας του λαού και διεμβολίζει “καθέτως και οριζοντίως” τις αγωνίες και ανησυχίες πολιτών, που συγκαταλέγονται σε ολόκληρο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων .

Δυστυχώς το ερώτημα “ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο”, που το 1963 έθεσε δημοσίως ο Κων/νος Καραμανλής, παραμένει ακόμα επίκαιρο. Το 1963 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με τη γνωστή σε όλους υπαινικτική σαφήνειά του, απάντησε σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα με το ανεπανάληπτο “δύο πόρνες και ένας κύναιδος”. Το 2000 ποιος και τι θα απαντήσει σε αυτό το καίριο ερώτημα, που η απάντησή του συνιστά το μεγάλο ζητούμενο των πολιτών από τα πολιτικά κόμματα και τα πολιτικά πρόσωπα.

Αναδημοσιεύσεις:

Αρθρογραφία/Δημοσιεύσεις

Η αρθρογραφία και οι δημοσιεύσεις του Γιάννη Μαντζουράνη ανά κατηγορία ενδιαφέροντος.