αναζήτηση

ΠΡΑΞΗ ΣΥΝΕΠΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΣΟΚ Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

1. Η ΒΟΥΛΗ απεφάνθη. Η πρώτη φάση της αναθεώρησης του Σ. 1975 ολοκληρώθηκε σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 110 του Σ. 1975. Κι είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους που επιχειρείται αναθεώρηση Συντάγματος με βάση ισχύουσα συνταγματική διάταξη. Όλες οι προηγούμενες αναθεωρήσεις ήταν αποτέλεσμα συνταγματικών παρεκκλίσεων, παραβιάσεων και πραξικοπημάτων.

Η νηφαλιότητα που παρέχει η έστω και μικρή χρονική απόσταση από την έναρξη του αναθεωρητικού εγχειρήματος του ΠΑΣΟΚ και η επικαιρότητα που προσδίδει στην αναθεώρηση του Σ. 1975 η αναγωγή της σε ένα από τα κύρια ζητήματα της προεκλογικής αντιπαράθεσης, επιτρέπουν και επιβάλλουν την αποκάλυψη και αποσαφήνιση των βασικών πτυχών της σχετικής προβληματικής.

Τα βασικά σημεία

2. Αξιοσημείωτο είναι το περιεχόμενο της σχετικής απόφασης της Βουλής περιορίζεται στη διαπίστωση της ανάγκης αναθεώρησης και στον ειδικό καθορισμό των αναθεωρητέων διατάξεων του ισχύοντος Συντάγματος.

Αυτό σημαίνει ότι η απόφαση που έλαβε η Βουλή, εντοπίζεται στην επισήμανση της ανάγκης αναθεώρησης και των αναθεωρητέων συνταγματικών διατάξεων, ενώ τόσο η νομοτεχνική κατάστρωση των συνταγματικών διατάξεων όσο και η ουσιαστική ολοκλήρωση του αναθεωρητικού έργου θα γίνει από την επόμενη Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων.

Με άλλες λέξεις, η Βουλή δεν ψήφισε ούτε καν πρόταση διατάξεων του Συντάγματος, απλά και μόνο καθόρισε τα θέματα και τις αντίστοιχες συνταγματικές διατάξεις που, αφού τεθούν υπόψη του λαού στις εκλογές, θα διαμορφωθούν από την Αναθεωρητική Βουλή, η οποία θα προκύψει από την προσεχή λαϊκή ετυμηγορία.

3. Επειδή όμως η όλη συζήτηση γύρω από την αναθεώρηση του Σ. 1975 θα  ’ταν «ανάπηρη» και «λειψή», αν όχι ανέφικτη, χωρίς κάποιες έστω ενδεικτικές αναφορές για το πώς προέκυψε, γιατί επιδιώκεται και πού αποσκοπεί η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για αναθεώρηση ορισμένων διατάξεων του Συντάγματος που αναφέρονται στις αρμοδιότητες του Π.τ.Δ. κρίνεται σκόπιμη:

α) η παρουσίαση των βασικών σημείων αντιπαράθεσης γύρω από το αναθεωρητικό εγχείρημα του ΠΑΣΟΚ,

β) η ανάλυση της λογικής, της τεχνολογίας και εν γένει της φιλοσοφίας ή επί το νομικότερον της ratio constitutionis που ανάγλυφα προβάλλει από την αναθεωρητική πρόταση του ΠΑΣΟΚ,

γ) η περιγραφή των επιμέρους συνταγματικών τροποποιήσεων που προτείνονται από το ΠΑΣΟΚ.

4. Α. Από την όλη συζήτηση για την αναθεώρηση του Σ. 1975 αναδείχθηκαν τρία καίρια ερωτήματα που τέθηκαν και από τα Κόμματα της Αντιπολίτευσης και από δημοσιεύματα του Τύπου και από έγκυρους θεωρητικούς της επιστήμης του συνταγματικού δικαίου.

Πρώτον: αν η αναθεωρητική πρόταση του ΠΑΣΟΚ είναι πολιτικά αδικαιολόγητη και προσχηματική και γι’ αυτό άκαιρη και ύποπτη.

Δεύτερον: γιατί η αναθεωρητική πρόταση του ΠΑΣΟΚ περιορίζεται μόνο στις συνταγματικές διατάξεις που αφορούν τις αρμοδιότητες του Π.τ.Δ. και δεν επεκτείνεται και σε άλλες διατάξεις του Σ. 1975 που χρειάζονται τροποποίηση, όπως επανειλημμένα υπογραμμίζεται από εκπροσώπους και της πολιτικής πράξης και της συνταγματικής θεωρίας; και

τρίτον: γιατί αποσύρθηκε η αναθεώρηση του άρθρου 110 του Σ. 1975;

Έργο 10 ετών

Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα η απάντηση είναι απλή. Η αναθεωρητική πρόταση του ΠΑΣΟΚ ούτε αδικαιολόγητη ούτε άκαιρη μπορεί να χαρακτηριστεί. Κι αυτό γιατί  συμπυκνώνει ένα προβληματισμό που είχε απασχολήσει και τα πολιτικά κόμματα και την επιστήμη του συνταγματικού δικαίου  ήδη κατά την επεξεργασία του ισχύοντος Συντάγματος το 1975. Επισημαίνεται η οξύτατη αντιπαράθεση που εκδηλώθηκε στην Έ Αναθεωρητική Βουλή ως προς τις αρμοδιότητες του Π.τ.Δ. Από τότε πάγιο αίτημα όλων των κομμάτων εκτός της Νέας Δημοκρατίας ήταν η αναθεώρηση όλων των σχετικών συνταγματικών διατάξεων, έτσι ώστε το Π.τ.Δ. να είναι ρυθμιστής και όχι  εξουσιαστής του πολιτεύματος. Η περιθωριοποίηση της αντιπαράθεσης γύρω από τις αρμοδιότητές του Π.τ.Δ. τα τελευταία χρόνια οφείλεται ακριβώς στο γεγονός της αδρανοποίησής τους, δηλαδή στο ότι η συνταγματική πρακτική δεν έδωσε αφορμή για ανακίνηση του σχετικού ζητήματος. Αυτή η συνταγματική πρακτική όμως δεν δημιουργεί κανένα «κεκτημένο» με νομικές συνέπειες. Γι’ αυτό και οι λόγοι της αρχικής αντίθεσης δεν αναιρούνται, διατηρούν όλη την ισχύ και τη σημασία τους.

Η σημερινή επιλογή του ΠΑΣΟΚ για αναθεώρηση των συγκεκριμένων συνταγματικών διατάξεων αποτελεί πράξη συνέχειας και συνέπειας μιας δεκαετίας που σημαδεύεται:

α) από τη στάση του ΠΑΣΟΚ κατά την ψήφιση του Συντάγματος το 1975 και

β) από την τοποθέτηση του ΠΑΣΟΚ κατά την εκλογή και των τριών προηγουμένων Π.τ.Δ.

Άλλωστε η συνταγματική πολιτική του ΠΑΣΟΚ έχει μόνο ad rem και όχι ad personam  στόχους.

Και στο δεύτερο ερώτημα όμως η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Η αναθεωρητική πρόταση του ΠΑΣΟΚ περιορίζεται μόνον στις συνταγματικές ρυθμίσεις που αφορούν τις αρμοδιότητες του Π.τ.Δ. και δεν επεκτείνεται και σε άλλες συνταγματικές διατάξεις, που κατά την άποψη του ΠΑΣΟΚ χρήζουν αναθεώρησης, γιατί γύρω από αυτό το θέμα υπάρχει απόλυτη ομοφωνία όλων των πολιτικών κομμάτων με μοναδική εξαίρεση τη Νέα Δημοκρατία. Είναι δηλαδή αίτημα και ώριμος στόχος διεκδίκησης όλου του προοδευτικού κινήματος της πατρίδας μας.

Και εδώ υπενθυμίζεται η πάγια αρχή του ΠΑΣΟΚ ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει στην υλοποίηση καμιάς θέσης, αν αυτή η θέση  δεν είναι ήδη ώριμη διεκδίκηση του ίδιου λαϊκού κινήματος.

Ήρθε λοιπόν το πλήρωμα του χρόνου και γι’ αυτό το βήμα προς τα μπρος.

Αλλά και στο τρίτο ερώτημα δεν υπάρχει δυσκολία απάντησης. Το ΠΑΣΟΚ υποστήριζε και υποστηρίζει την ανάγκη εκσυγχρονισμού και απλοποίησης του άρθρου 110 του ισχύοντος Συντάγματος, έτσι ώστε να διευκολύνεται η δυνατότητα προσαρμογής του όλου συνταγματικού καθεστώτος στις απαιτήσεις της σύγχρονης δημοκρατικής εξέλιξης, η εξομάλυνση των σχέσεων του Συντάγματος με την πολιτική και συνταγματική πραγματικότητα καθώς και η διεύρυνση των ορίων της συνταγματικής νομιμότητας και κατ’ επέκταση η αντοχή του Συντάγματος.

Δέκτης νέων ιδεών

Κι αυτό γιατί το Σύνταγμα πρέπει να είναι ανοικτό, προσαρμόσιμο και προσπελάσιμο στις ιδεολογικές τάσεις και τις πολιτικές επιλογές του λαού, έτσι ώστε οι συντελούμενες ανακατατάξεις να μπορούν να υλοποιούνται στα κέντρα αποφάσεων των νόμιμων φορέων της λαϊκής εντολής, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος πολιτικής, θεσμικής και πολιτειακής κρίσης. Κι αυτός ο κίνδυνος είναι υπαρκτός μόνο όταν αυτή η υλοποίηση προσκρούει στη θεσμική ακαμψία της πολιτειακής συγκρότησης. Κάτω από αυτό το πρίσμα προβάλλει ανάγλυφη η ανάγκη τροποποίησης των δύσκαμπτων και πολύπλοκων ρυθμίσεων του άρθρου 110 του Σ. 1975, όπως ορθά παραδέχτηκε και το σύνολο των καθηγητών Συνταγματικού Δικαίου των Πανεπιστημίων της  χώρας σε σύσκεψη στο Υπουργείο Εσωτερικών και Δικαιοσύνης  στις 15-3-1985. Η ύπαρξη πολλών δυνατοτήτων και εναλλακτικών λύσεων για αναδιαμόρφωση του άρθρου 110 του Σ. 1975 και η διαφωνία των ειδικών συνταγματολόγων ως προς την καλύτερη και κατά συνέπεια προκριτέα λύση είναι ο ένας εκ των λόγων για τους οποίους η Κυβέρνηση απέσυρε την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου.

Η απόφαση όμως  να αποσυρθεί η τροποποίηση του άρθρου 110 του Σ. 1975 πάρθηκε κύρια για να διασφαλισθεί  ο καλόπιστος διάλογος που υπονομεύθηκε με απαράδεκτα παραπλανητικές δηλώσεις και κακόπιστες ερμηνείες από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας και του φιλικού της Τύπου, και για να αφαιρεθεί και η παραμικρότερη δυνατότητα κινδυνολογίας από το κόμμα, που η κινδυνολογία και η παραπληροφόρηση του Λαού αποτελούν την τελευταία σανίδα σωτηρίας από τον οριστικό αφανισμό στις επικείμενες εκλογές. Αν το αντιληφθεί όμως η Νέα Δημοκρατία.

Β. Ενώ η κεντρική σύλληψη στην αναθεωρητική πρόταση του ΠΑΣΟΚ εστιάζεται σε τρία μείζονα και καθοριστικά πεδία της πολιτειακής συγκρότησης:

α) τη σχέση Π.τ.Δ. – Βουλής

β) τη σχέση Π.τ.Δ. – Κυβέρνησης

γ) τη σχέση Π.τ.Δ. – Λαού,

ο θεμελιώδης στόχος του αναθεωρητικού εγχειρήματος του ΠΑΣΟΚ εντοπίζεται στην ακώλυτη εφαρμογή της κοινοβουλευτικής αρχής με τη συρρίκνωση των αρμοδιοτήτων του Π.τ.Δ.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο είναι εντελώς φυσιολογικό ότι το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις ρυθμιστικές και νομοθετικές αρμοδιότητες του Π.τ.Δ., ενώ παράλληλα ανακαλούνται στην επιφάνεια οι θέσεις της επιστήμης του Συνταγματικού Δικαίου αλλά και όλων των κομμάτων της Αντιπολίτευσης κατά το 1974 – 1975, οι οποίες σήμερα εμπλουτίζονται και με ορισμένα χρήσιμα ερμηνευτικά προηγούμενα που υπάρχουν μέσα στη συνταγματική πρακτική των ετών 1975 – 1985.

2. ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ σημειώνεται ότι και τα τρία πεδία πολιτικής άρθρωσης του εξουσιαστικού ρόλου του Π.τ.Δ., δηλαδή οι σχέσεις του με τη Βουλή, την Κυβέρνηση και το Εκλογικό Σώμα, καθώς και οι αρμοδιότητες του Π.τ.Δ. που συναρτώνται με αυτά, πρέπει να θεωρούνται  και ερμηνεύονται «αθροιστικά» όπως ορθά είχε επισημάνει στην Εισήγησή του ο Γενικός Εισηγητής της Μειοψηφίας για το σύνταγμα του 1975 κ. Δ. Τσάτσος. Κι αυτό γιατί ακριβώς αυτή η αθροιστική λειτουργία των αρμοδιοτήτων του Π.τ.Δ. προσδιορίζει την πολιτική υφή του ζητήματος πέραν της νομοτεχνικής διατύπωσής του, η οποία στο συνταγματικό κείμενο εμφανίζει χωριστά τις εν λόγω αρμοδιότητες του ρυθμιστή του Πολιτεύματος.

Σε συνάρτηση με την παραπάνω αθροιστική θεώρηση των προεδρικών αρμοδιοτήτων κινείται και μια άλλη εξαιρετικά σημαντική ερμηνευτική προσέγγιση του προβλήματος, η οποία ανατρέπει τα όσα διατυμπανίζονται από τη σημερινή Αξιωματική Αντιπολίτευση· ότι δηλαδή η μη ενεργοποίηση των αρμοδιοτήτων που το Σ. 1975 κατοχυρώνει στον ρυθμιστή του Πολιτεύματος, από τους μέχρι τώρα Προέδρους της Δημοκρατίας καθιστά «τελείως αδικαιολόγητη και γι’ αυτό ύποπτη» την Αναθεωρητική πρόταση του ΠΑΣΟΚ.

Αρκεί και η απλή ανάγνωση του παρακάτω συλλογισμού του καθηγητή Δ. Τσάτσου για την απόκρουση της παραπάνω άποψης:

«Η εξουσία ενός οργάνου δεν προκύπτει μόνο από τις συγκεκριμένες αρμοδιότητές του, αλλά και από τις δυνατότητες πολιτικής επιρροής που αποκτά λόγω των αρμοδιοτήτων του. Αν έτσι δούμε τον θεσμό του Π.τ.Δ., τότε παρατηρούμε πως οι συγκεκριμένες αρμοδιότητες διάλυσης της Βουλής ή απόλυσης της Κυβέρνησης του προσφέρουν τέτοιες δυνατότητες επιρροής πάνω στη Βουλή και την Κυβέρνηση, ώστε καθίσταται ο αποφασιστικός πολιτικός παράγοντας… Το αξίωμα παρέχει στον φορέα του δυνατότητες καθοριστικές για την πολιτική ζωή…».

«Δεν χρειάζεται ο Π.τ.Δ. να ασκήσει τις εξουσίες που έχει για να γίνει βασικός πολιτικός παράγοντας. Το γεγονός ότι τις έχει… τον καθιστά αποφασιστικό πολιτικό παράγοντα. Δεν χρειάζεται να διαλύσει τη Βουλή. Χρειάζεται να γνωρίζουμε ότι μπορεί η Βουλή να διαλυθεί, για να μπορεί ο Π.τ.Δ. να αποκτήσει μια πολιτική διάσταση η οποία είναι σαφώς μεγαλύτερη από εκείνη που προβάλλει από την πρώτη ανάγνωση του συνταγματικού κειμένου…

Κάτω από αυτήν τη σκοπιά δεν είναι πειστικό το επιχείρημα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι «δεν υπάρχει πρόβλημα αναθεώρησης των αρμοδιοτήτων του Π.τ.Δ. αφού στα πρώτα δέκα χρόνια εφαρμογής του Σ. 1975 δεν ασκήθηκαν, αλλά αδρανοποιήθηκαν αυτές οι αρμοδιότητες».

Απλά και μόνο η ύπαρξή τους έχει συνταγματικοπολιτικό αποτέλεσμα, όπως λ.χ. ενδεχόμενο αυτοπεριορισμό της Κυβέρνησης ή της Βουλής όταν επί διαφωνίας επικρέμανται οι αρμοδιότητες παύσης της Κυβέρνησης και διάλυσης της Βουλής.

Διάγγελμα – μήνυμα

Σε αυτό το σημε – ίο επιβάλλεται μια διευκρίνιση. Επειδή από την επίκληση της δεκάχρονης συνταγματικής πρακτικής της μη άσκησης των προεδρικών αρμοδιοτήτων αντλείται επιχείρημα κατά της ανάγκης αναθεώρησης των σχετικών συνταγματικών διατάξεων, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι:

α) Αυτή η διαπίστωση ανταποκρίνεται στον κανόνα, χωρίς ωστόσο να λησμονούνται και κάποιες εξαιρέσεις που ιδίως την περασμένη χρονιά έδωσαν αφορμή σε σχόλια και συζητήσεις. Ενδεικτικά αναφέρεται το «διάγγελμα – μήνυμα» του Π.τ.Δ. λίγο πριν τη διεξαγωγή των ευρωεκλογών του 1984.

β) Στη δεκαετία 1975 – 1985 ο τρόπος λειτουργίας του Πολιτεύματος διαφοροποιήθηκε τόσο ανάλογα με το πρόσωπο που ήταν Π.τ.Δ. όσο και ανάλογα με το αν αυτό το πρόσωπο προερχόταν ή όχι από το κόμμα που ήταν στην Κυβέρνηση. Πιο συγκεκριμένα:

i) Στην περίοδο 1975 – 1980 οι αρμοδιότητες του ρυθμιστή του Πολιτεύματος, ενώ τυπικά ανήκαν στο Π.τ.Δ., ουσιαστικά βρίσκονταν στα χέρια του τότε Πρωθυπουργού.

ii) Στην περίοδο 1980 – 1981 οι αρμοδιότητες του ρυθμιστή του Πολιτεύματος ήταν και τυπικά και ουσιαστικά στα χέρια του Π.τ.Δ.

iii) Μετά τις εκλογές της 18-10-1981 δημιουργήθηκε μια νέα κατάσταση που εύστοχα χαρακτηρίζεται «φαινόμενο λανθάνουσας συνταγματικής έντασης».

Ειδικότερα στο διάστημα 1981 – 1985 ο κίνδυνος πολιτειακής κρίσης από  ια ενδεχόμενη διάσπαση του Προέδρου της Δημοκρατίας και Πρωθυπουργού – Κυβέρνησης – Βουλής ήταν θεωρητικά υπαρκτός, άσχετα αν η ύπαρξη απόλυτης συμπαγούς μονοκομματικής πλειοψηφίας στη Βουλή, που παρέχει τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της στην Κυβέρνηση και η σύνεση του προηγούμενου Π.τ.Δ. δημιούργησαν μια ευνοϊκή πολιτική συγκυρία, διέψευσαν τις δυσοίωνες προγνώσεις του 1974 – 1975 και απέτρεψαν τη συνταγματική κρίση. Βέβαια δεν εμφανίζονται στιγμές και σημεία κάποιας οξείας ή καθαρής έστω κρίσης· οι οριακοί θεσμοί του Πολιτεύματος δεν ενεργοποιούνται, οι αυξημένες αρμοδιότητες του Π.τ.Δ. δεν ασκούνται. Παρ’ όλα αυτά όμως διακριτικές παρεμβάσεις του Π.τ.Δ. γίνονται γνωστές· διαγγέλματα που βαπτίζονται μηνύματα του Προέδρου της Δημοκρατίας εκφωνούνται και προκαλούν – φευγαλέους συνήθως – προβληματισμούς.

Με άλλες λέξεις, η απλή παρουσία του συγκεκριμένου Π.τ.Δ. ως φορέα συγκεκριμένων, αν και αδρανών, αρμοδιοτήτων εμφυτεύει στις κυβερνητικές ενέργειες μια διάχυτη και λανθάνουσα RESERVATIO. Η Κυβέρνηση κατά τη χάραξη της γενικής πολιτικής της χώρας, όπως ορίζει το άρθρο 82 του Συντάγματος, μεριμνά ώστε να μην προκληθούν εντάσεις ικανές να ενεργοποιήσουν οριακές αρμοδιότητες του Π.τ.Δ.

Εδώ η στάση έναντι του Π.τ.Δ. ταυτίζεται αναγκαστικά με τη στάση έναντι των αρμοδιοτήτων του και κατά συνέπεια με τη στάση έναντι του Συντάγματος.

Έτσι διαμορφώνεται μια συνταγματική πρακτική δύο επιπέδων:

ενός ορατού στο οποίο εξελίσσεται  η άψογη λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος, και

ενός λανθάνοντος που είναι διάστικτο από μικρά στίγματα τα οποία υπενθυμίζουν διακριτικά αλλά επίμονα την ύπαρξη των προεδρικών αρμοδιοτήτων που ναι μεν αδρανούν, πλην όμως υπάρχουν και καιροφυλακτούν.

Τι θεραπεύει η πρόταση

Αυτά τα λειτουργικά και νομοθετικά στοιχεία του Πολιτεύματος αίρει και θεραπεύει η αναθεωρητική πρόταση του ΠΑΣΟΚ.

Γ. Αναλυτικότερα:

α) Στο πεδίο των σχέσεων Π.τ.Δ. και Βουλής η αναθεωρητική πρόταση του ΠΑΣΟΚ περιορίζει τις νομοθετικές αρμοδιότητες του Π.τ.Δ., που πλέον παύει να είναι ισότιμος συννομοθέτης με τη Βουλή. Ειδικότερα καταργείται η αρμοδιότητα κύρωσης των νόμων και ο Π.τ.Δ. περιορίζεται στην έκδοση και δημοσίευση των νόμων, που κατά περιεχόμενο ανήκουν στην εκτελεστική λειτουργία. Εξάλλου συρρικνώνεται δραστικά, χωρίς όμως και να καταργείται πλήρως, η αρμοδιότητα αναπομπής ψηφισμένου νόμου στη Βουλή. Η εν λόγω δραστική συρρίκνωση συνίσταται στον περιορισμό του δικαιώματος αναπομπής μόνο σε περίπτωση «σοβαρής παραβίασης των συνταγματικών διαδικασιών της νομοθετικής λειτουργίας». Με αυτές τις νέες ρυθμίσεις καταργείται ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων από τον Π.τ.Δ. μόνο στην τυπική εκδοχή της.

Επιπλέον αφαιρείται από τον Π.τ.Δ. και το Υπουργικό Συμβούλιο και μεταβιβάζεται στη Βουλή η αρμοδιότητα χορήγησης αμνηστίας, δεδομένου ότι «η αμνηστία είναι κατ’ ουσία νομοθετική πράξη».

Οι λοιπές νομοθετικές αρμοδιότητες του Π.τ.Δ. όπως η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, η προκήρυξη δημοψηφίσματος και η θέση σε ισχύ του νόμου περί καταστάσεως πολιορκίας καθώς και η άσκηση των αρμοδιοτήτων που περιέχει το άρθρο 48 του Συντάγματος καίτοι τροποποιούνται σε καμιά περίπτωση δεν καταργούνται.   Κατά συνέπεια είναι νομικά απαράδεκτος ο ισχυρισμός της Νέας Δημοκρατίας ότι δήθεν θίγεται η μη αναθεωρήσιμη διάταξη του άρθρου 26 παρ. 1 που ορίζει ότι ο Π.τ.Δ. συμμετέχει στην άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας υπό άλλους όρους όμως, που δεν παραγνωρίζουν  τα πρωτεία της Βουλής στην άσκηση του νομοθετικού έργου και ενισχύουν τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του Πολιτεύματος.

Άλλωστε με την κατάργηση του δικαιώματος του Π.τ.Δ. να διαλύει τη Βουλή «εάν αυτή ευρίσκεται εν προφανή δυσαρμονία με το λαϊκόν αίσθημα» και τη διατήρηση ως λόγου διάλυσης της Βουλής από τον ρυθμιστή του Πολιτεύματος τη «μη εξασφάλιση σταθερότητας» με παράλληλη προσυπογραφή της κυβέρνησης, που απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής.

Επίσης η κατάργηση της μυστικότητας της ψηφοφορίας κατά την ανάδειξη του Π.τ.Δ. από τη Βουλή διασφαλίζει τη διαφάνεια, ενισχύει την πολιτική ευθύνη και κατοχυρώνει την ηθικοποίηση του κομματικού, πολιτικού και πολιτειακού βίου.

β) Στο πεδίο των σχέσεων του Π.τ.Δ. με την Κυβέρνηση ο κυριαρχικός ρόλος του ρυθμιστή του πολιτεύματος υφίσταται σημαντικούς ουσιαστικούς περιορισμούς με την κατάργηση ή ριζική τροποποίηση των πιο προβληματικών διατάξεων του Σ. 1975, οι οποίες διασπούν την κοινοβουλευτική αρχή της εξάρτησης της Κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της Βουλής σε καίρια σημεία και εξοπλίζουν τον Π.τ.Δ. με δυνατότητες χειρισμών που χαρακτηριστικά ονομάστηκαν «υπερεξουσίες».

Συγκεκριμένα καταργείται το δικαίωμα παύσης της Κυβέρνησης «αφού ακούσει τη γνώμη του Συμβουλίου της Δημοκρατίας» που κι αυτό καταργείται ως μοναρχικό απολίθωμα. Εξάλλου η αυτονόμηση του Π.τ.Δ. σε σχέση και με τη Βουλή και με τους κανόνες της δημοκρατικής αρχής στη συγκρότηση της Εκτελεστικής Εξουσίας, καταργείται με τη θέσπιση της υποχρέωσης, του ρυθμιστή του Πολιτεύματος για ανάθεση της εντολής σχηματισμού Κυβέρνησης μόνο στους αρχηγούς των κομμάτων και μάλιστα κατά τη σειρά κοινοβουλευτικής δύναμής τους. Σε αντίθεση με τις ισχύουσες συνταγματικές ρυθμίσεις ο Π.τ.Δ. πλέον δεν μπορεί να αναθέτει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε «μέλος ή μη της Βουλής, δυνάμενον κατά την κρίσιν του να τύχει ψήφου εμπιστοσύνης της Βουλής» στο οποίο μάλιστα «δύναται να παράσχη και το δικαίωμα διαλύσεως της Βουλής προς διεξαγωγήν εκλογών».

Αξιοσημείωτη τροποποίηση των σχέσεων του Π.τ.Δ. με την Κυβέρνηση επέρχεται και στην περίπτωση του άρθρου 41 παρ. 2 του Συντάγματος, όπου πλέον η διάλυση της Βουλής μετά από πρόταση της Κυβέρνησης «προς ανανέωσιν της λαϊκής εντολής, προκειμένου να αντιμετωπισθεί εξαιρετικής σημασίας εθνικόν θέμα», δεν εναπόκειται στην κρίσην ή στην ευχέρεια του ρυθμιστή του Πολιτεύματος αλλά είναι γι’ αυτόν υποχρεωτική, σε αντίθεση με την ισχύουσα σχετική συνταγματική ρύθμιση.

γ) Στο πεδίο των σχέσεων του Π.τ.Δ. με τον λαό επιδιώκεται η κατάργηση του ανεξέλεγκτου της απόφασης του ρυθμιστή του Πολιτεύματος στην προκήρυξη διεξαγωγής δημοψηφίσματος, αφού το σχετικό προεδρικό διάταγμα εκδίδεται πλέον μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου.

Ακριβής Οριοθέτηση

Επιπλέον η απευθείας και υπεράνω των πολιτικών δυνάμεων, εν αγνοία της Βουλής και της Κυβέρνησης, και οιωνεί δημοψηφισματική σχέση του Προέδρου της Δημοκρατίας με τον λαό περιορίζεται σε ό,τι αφορά  τα προεδρικά διαγγέλματα. Αυτή η μέχρι σήμερα απροσδιόριστη και ασαφής αρμοδιότητα του ρυθμιστή του Πολιτεύματος οριοθετείται με ακρίβεια και ορίζεται ότι προεδρικό διάγγελμα απευθύνεται στον ελληνικό λαό μόνο με σύμφωνη γνώμη και προσυπογραφή του Πρωθυπουργού.

Τέλος, η αναθεωρητική πρόταση του ΠΑΣΟΚ περιλαμβάνει και μια εξαιρετικά σημαντική τροποποίηση στη λεγόμενη «διαδικασία και όρους πολιτικής συνέχειας του ισχύοντος κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος», δηλαδή στον «θεσμό της κατάστασης πολιορκίας».

Ο εν λόγω θεσμός είναι από τους πλέον ευαίσθητους και ίσως ανεπιθύμητους συνταγματικούς θεσμούς. Κι αυτό γιατί είναι ο συνταγματικός θεσμός βάσει του οποίου το Σύνταγμα προβλέπει, έστω και προσωρινά, την αυτοαναίρεσή του, δηλαδή την άρση πολλών εγγυήσεων για τα θεμελιώδη δικαιώματα του πολίτη, όταν η Πολιτεία αντιμετωπίζει πόλεμο, επιστράτευση λόγω εξωτερικών κινδύνων ή άμεσου απειλής της εθνικής ασφάλειας και εκδήλωση ενόπλου κινήματος για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Οι ουσιαστικές καινοτομίες της αναθεωρητικής πρότασης του ΠΑΣΟΚ αναφέρονται:

Πρώτον, στην εισαγωγή «της εκδήλωσης ενόπλου κινήματος προς ανατροπήν του δημοκρατικού πολιτεύματος» ως λόγου κήρυξης της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας. Στην ουσία πρόκειται για διαχωρισμό των κοινωνικών μετασχηματισμών από την έννοια «της δημόσιας τάξεως» και «της ασφαλείας του κράτους» και για κατοχύρωση τόσο της δυνατότητας κοινωνικής αλλαγής όσο και ταυτόχρονα της διατήρησης της δημοκρατίας.

Δεύτερον, στην αυστηρότερη οριοθέτηση των κριτηρίων για την κήρυξη κατάστασης πολιορκίας, αφού η προτεινόμενη ρύθμιση δεν αρκείται στον αστάθμητο παράγοντα «της εκδήλου απειλής», αλλά απαιτεί τη σαφή «εκδήλωση ενόπλου κινήματος». Κι εδώ υπογραμμίζεται η σαφής σημασία του εν λόγω κριτηρίου ως προς την ανάγκη νομιμότητας και των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας.

Τρίτον, στη διαδικασία κήρυξης της κατάστασης πολιορκίας που αποσπάται από την ανεξέλεγκτη αρμοδιότητα του Π.τ.Δ. και του Πρωθυπουργού – που κατά τα μέχρι σήμερα ισχύοντα μπορεί να είναι και ο κηπουρός του Π.τ.Δ. – και μεταφέρεται στη Βουλή που σε κάθε περίπτωση αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών της μετά από πρόταση της Κυβέρνησης. Ενδεικτικό της δημοκρατικότητας και προοδευτικότητας των προτεινόμενων σχετικών ρυθμίσεων είναι η αντίδραση και διαμαρτυρία των γνωστών συντηρητικών κύκλων, που εκφράστηκε «τεχνοκρατικά» με την άποψη για δήθεν δυσκινησία της Βουλής ενόψει του επείγοντος της παρέμβασης η οποία απαιτείται για την αντιμετώπιση κάποιας «έκρυθμης» κατάστασης.

5. Επιλογικά υπογραμμίζεται ότι η αναθεωρητική πρόταση του ΠΑΣΟΚ δεν περιορίζεται μόνο στην κατάργηση των πληθωρικών παρακοινοβουλευτικών και αντικοινοβουλευτικών ρυθμίσεων του ισχύοντος Συντάγματος, οι οποίες αναδεικνύουν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όχι πάντα σε ρυθμιστή αλλά συχνά και σε εξουσιαστή και κυρίαρχο του Πολιτεύματος, όπως εύστοχα παρατηρεί ο καθηγητής Αριστόβουλος Μάνεσης στην κλασσική μονογραφία του για τη «Νομικοπολιτική θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας». Δεν είναι μόνο άρνηση. Είναι πάνω απ’ όλα θέση. Θέτει ζήτημα εξουσίας ή ακριβέστερα το ζήτημα των σχέσεων εξουσίας μεταξύ των κυριοτέρων αμέσων οργάνων του Κράτους και μετατοπίζει τα πολιτικά κέντρα λήψης αποφάσεων σε χώρους που ελέγχει ουσιαστικά ο κυρίαρχος λαός.

Ενίσχυση της Βουλής

Ο τύπος πολιτειακής συγκρότησης που στοιχειοθετεί η αναθεωρητική πρόταση του ΠΑΣΟΚ, παραπέμπει ξεκάθαρα σε μια ενίσχυση καταρχήν της Βουλής και κατά δεύτερο λόγο της Κυβέρνησης σε πεδία εξουσίας με αποφασιστική σημασία για την υλοποίηση της Δημοκρατίας και την εμπέδωση της Λαϊκής Κυριαρχίας.

Ωστόσο, το μέγα ζητούμενο  είναι κατά πόσον οι προτεινόμενες συνταγματικές μετατοπίσεις στον άξονα των κέντρων εξουσιαστικής ισχύος και αποφασιστικής αρμοδιότητας, θα στοιχηθούν με τις αναγκαίες αλλαγές στους όρους λειτουργίας  της πολιτικής κοινωνίας. Κι αυτό γιατί η ρυθμιστική δύναμη και της πιο μεγάλης θεσμικής αλλαγής δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες που απαιτούνται για την υλοποίησή της. Και εδώ προβάλλει επιτακτικό το καθήκον όλων των πολιτικών δυνάμεων. Και εδώ αποκαλύπτεται η μεγάλη πρόκληση για όλα τα πολιτικά κόμματα, τα οποία οφείλουν να αποδείξουν έμπρακτα ότι δεν θεωρούν τους πολιτειακούς θεσμούς εργαλεία πολιτικής σταδιοδρομίας και μέσα κομματικής ωφελιμοθηρίας, αλλά πολιτικό θησαυρό που πρέπει να διαφυλάσσεται και προστατεύεται ως κόρη οφθαλμού. 

Γιάννης Μαντζουράνης
Γενικός Γραμματέας Υπουργείου Προεδρίας

Αναδημοσιεύσεις:

Αρθρογραφία/Δημοσιεύσεις

Η αρθρογραφία και οι δημοσιεύσεις του Γιάννη Μαντζουράνη ανά κατηγορία ενδιαφέροντος.