αναζήτηση

Οίκος και Δήμος: Προσωπικά Δεδομένα και Τύπος

  1. Η ανάκριση για την υπόθεση Ζαχόπουλου φέρνει στο επίκεντρο του δημοσίου ενδιαφέροντος την προστασία των προσωπικών δεδομένων, που συγκροτούν τον σκληρό πυρήνα των στοιχείων της ιδιωτικής ζωής κάθε ανθρώπου.
    Μολονότι η προστασία της ιδιωτικής ζωής, που περιλαμβάνει την προσωπική ζωή ή ιδιωτικότητα και την κοινωνική ζωή ή αξιοπρέπεια, εκαλύπτετο επαρκώς από διατάξεις του Συντάγματος 1975/1986/2001, του Αστικού Κώδικα αλλά και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), οι ανάγκες προσαρμογής της Ελλάδας στις ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Οδηγία 95/46 Ε.Κ. κ.λ.π.) οδήγησε στη ψήφιση του Ν. 2472/1997, ο οποίος, όμως, δημιουργεί δυσεπίλυτα προβλήματα κατά την εφαρμογή του, γιατί περιέχει αόριστες και ασαφείς ποινικές διατάξεις και παρέχει ευρύτατες αρμοδιότητες στην Ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. 
  2. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων, ως θεμελιώδους έκφρασης της ιδιωτικότητας και προσωπικότητας του ανθρώπου, συχνά διασταυρώνεται και συγκρούεται με την Ελευθερία του Τύπου σε ένα πεδίο έντασης με – όχι σπανίως – εκρηκτικό περιεχόμενο.
    Η Ελευθερία του Τύπου αποτελεί, στην ουσία, βασική εκδήλωση της ελευθερίας της έκφρασης, που περιλαμβάνει την ελευθερία λήψης και μετάδοσης ιδεών, πληροφοριών και σκέψεων και κατοχυρώνεται στο ισχύον Σύνταγμα, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και πληθώρα άλλων ρυθμίσεων συνταγματικού και διεθνούς δικαίου, οι οποίες διασφαλίζουν την ακώλυτη άσκηση αυτής.
    Η αποτελεσματική άσκηση της Ελευθερίας του Τύπου έχει ορισμένα υλικοτεχνικά και λειτουργικά προαπαιτούμενα, όπως λ.χ. τιμή και ατέλεια δημοσιογραφικού χάρτου, ελευθερία μετακίνησης δημοσιογράφων, ελευθερία έρευνας και συλλογής ειδήσεων κ.λ.π. Η απουσία ή έκλειψη των εν λόγω προϋποθέσεων περιορίζει ή ακυρώνει την Ελευθερία του Τύπου.
    Με άλλες λέξεις, ο δημοσιογράφος δεν μπορεί να είναι ελεύθερος μόνο να μεταδίδει ειδήσεις, ως άψυχο μεγάφωνο, αλλά και να έχει τη δυνατότητα να ερευνά, να συλλέγει και αξιολογεί πληροφορίες, αφού από τις πολυθρόνες των δημοσιογραφικών γραφείων και χωρίς ρεπορτάζ δεν ανευρίσκεται και αποκαλύπτεται η αλήθεια. Ο ρόλος του δημόσιου κέρβερου (public watschdog), που – κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) – αναγνωρίζεται στον δημοσιογράφο, προϋποθέτει τον δημοσιογράφο – ιχνηλάτη, ο οποίος αναζητεί και ανιχνεύει στη ζωντανή ύλη της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, δηλαδή σκάβει ως λαγουμιτζής. Συνεπώς, η ελευθερία της έρευνας και συλλογής ειδήσεων και πληροφορικών εντάσσεται στην ελευθερία της έκφρασης, ως προαπαιτούμενο και σύμφυτο στοιχείο της, αφού είναι λογικώς αδιανόητη η ελεύθερη μετάδοση μιας ιδέας ή είδησης ή πληροφορίας χωρίς εξίσου ελεύθερη παραγωγή ή πρόσβαση ή συλλογή αυτών.
    Σημειωτέον ότι από την «φύση του πράγματος», δηλαδή την ιδιαίτερη αποστολή του Τύπου,  προσδιορίζονται και τα όρια της ελευθερίας αυτού, που καλύπτει και μία πιθανή καταφυγή σε κάποια υπερβολή ή πρόκληση. Ήδη από το 1931 το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. (Supreme Court) έκρινε ότι:
    «Κάποιος βαθμός κατάχρησης είναι αξεχώριστος από την πρέπουσα χρήση κάθε πράγματος, και πουθενά αλλού αυτό δεν επιβεβαιώνεται περισσότερο παρά στον Τύπο. Έχει λοιπόν αποφασισθεί, μέσα από την πρακτική των Πολιτειών, ότι είναι καλύτερα να αφήνονται λίγα από τα επιβλαβή κλαδιά του στην οργιώδη ανάπτυξή τους παρά να κλαδεύονται και να τραυματίζεται έτσι το σφρίγος εκείνων,  που παράγουν τους σωστούς καρπούς».
    Αναμφισβητήτως η Ελευθερία του Τύπου δεν νοείται ως παροχή εν λευκώ αδείας σε δημοσιογράφους και εκδότες για χρήσή της κατά το δοκούν και συμφέρον τους, ήτοι χωρίς κριτήρια και όρια, τα οποία θέτουν άλλες ελευθερίες και δικαιώματα, που αναγνωρίζει η ελληνική και διεθνής έννομη τάξη. Άλλωστε η εμβέλεια και το περιεχόμενο κάθε δικαιώματος καθορίζεται μέσα από την συνάντηση και συχνά την σύγκρουση με άλλα δικαιώματα, έτσι ώστε να μην μπορεί να υπάρξει και προσεγγισθεί έξω από αυτές, με λογικό συνεπακόλουθο την σταθερώς ανακύπτουσα ανάγκη στάθμισης των συναντόμενων ή συγκρουόμενων δικαιωμάτων, η οποία πρέπει να γίνεται πάντοτε συγκεκριμένως «υπό το φως της υπόθεσης ως σύνολο», χωρίς να αγνοείται ο ιστορικός περίγυρος και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και να παραγνωρίζονται οι αλληλουχίες, συνδέσεις και συσχετίσεις γεγονότων, δεδομένων, πραγμάτων, προσώπων και σχέσεων.
  3. Η απαγγελία κατηγοριών σε βάρος ενός εκδότη – δημοσιογράφου και ενός δημοσιογράφου θέτει στην ημερήσια διάταξη το καυτό ζήτημα της σχέσης των διατάξεων του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997 με τις διατάξεις του άρθρου 14 του Συντάγματος, του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και του άρθρου 19 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
    Στις διατάξεις του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997 «Για την Προστασία του Ατόμου από την Επεξεργασία Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα» τυποποιούνται τα εγκλήματα της «χωρίς δικαίωμα» παράλειψης γνωστοποίησης, της διατήρησης αρχείου ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων χωρίς άδεια, της παράνομης διασύνδεσης αρχείων, της παράνομης επέμβασης σε προσωπικά δεδομένα, της μη συμμόρφωσης της απόφασης της Αρχής, και της μη συμμόρφωσης σε απόφαση προσωρινής δικαστικής προστασίας, ενώ τέλος καθορίζονται οι επιβαρυντικές περιστάσεις όπου η διάπραξη των προειρημένων εγκληματικών πράξεων αποσκοπεί σε προσπορισμό παράνομου περιουσιακού οφέλους ή σε βλάβη τρίτου. Η θέσπιση αυτών των διατάξεων  αποβλέπει στην ενίσχυση της νομικής θωράκισης όλου του πλέγματος των προσωπικών δεδομένων από αθέμιτες και παράνομες προσβολές.
    Στις διατάξεις του άρθρου 14 του Συντάγματος, του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣ.Δ.Α.) και του άρθρου 19 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατοχυρώνεται η ελευθερία της έκφρασης απόψεων και ιδεών και συνακολούθως η Ελευθερία του Τύπου.
    Η οριοθέτηση του προεκτεθέντος προβλήματος επιβάλλει, όπως κατά την στάθμιση των αλληλοσυγκρουόμενων δικαιωμάτων, που διασφαλίζουν έννομα αγαθά και συμφέροντα, συνεκτιμηθούν και παράμετροι, όπως λ.χ. η ιδιότητα του θιγόμενου ως δημοσίου προσώπου, η υπαγωγή ή μη της αναδεικνυόμενης συμπεριφοράς στην δημόσια σφαίρα, η ύπαρξη ή μη δημόσιου ενδιαφέροντος, η συνάφεια ή μη της συγκεκριμένης δράσης με το δημόσιο συμφέρον και το δικαίωμα των πολιτών για μόρφωση υπεύθυνης και ολοκληρωμένης γνώμης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κρίνεται ποιες πλευρές της ιδιωτικής ζωής του προσώπου σχετίζονται ή όχι με το δημόσιο ρόλο του και πότε γίνονται αντικείμενο δημόσιου ενδιαφέροντος.
    Με άλλες λέξεις, κρίσιμο δεν είναι, εάν ένας άνθρωπος ανήκει στα πρόσωπα απόλυτης ή σχετικής επικαιρότητας, ούτε εάν η δημοσίως αναδεικνυόμενη πτυχή της ζωής του ανήκει στο πυρήνα ή στην περιφέρεια της προσωπικότητάς του, αλλά εάν η αποκαλυπτόμενη και έτσι θιγόμενη πλευρά της ιδιωτικής ζωής του ενδιαφερόμενου είναι ελεγκτέα, οπότε και άνευ ετέρου καθίσταται δημόσια.
    Το κριτήριο για το θεμιτό ή το αθέμιτο της αποκάλυψης γεγονότων ή δεδομένων, τα οποία συγκαταλέγονται στην ιδιωτική ή προσωπική σφαίρα ενός ανθρώπου, εντοπίζεται στην ευθεία και εξ αντικειμένου προσφορότητα του γεγονότος ή δεδομένου για την ενημέρωση της κοινής γνώμης για ελεγκτέα και συνεπώς καθιστάμενη δημόσια σφαίρα της ζωής του ατόμου, καθώς και στην αντικειμενική ικανότητα του γεγονότος ή δεδομένου για βελτίωση ή ολοκλήρωση των κριτηρίων των πολιτών προς μόρφωση υπεύθυνης και ολοκληρωμένης γνώμης.
    Σε παρόμοιες περιπτώσεις, η προστασία προσωπικών δεδομένων κάμπτεται προ της Ελευθερίας του Τύπου και ο δημοσιογράφος καλύπτεται προ των κινδύνων, που συνεπάγεται η – σε βαθμό κακουργήματος – ποινικοποίηση δράσεων, οι οποίες εκ των πραγμάτων κινούνται στα ολισθηρά πεδία οριακών καταστάσεων, όπου αξιολογήσεις αλληλοσυγκρουόμενων δικαιωμάτων δημιουργούν συχνά ανυπέρβλητες δυσχέρειες στη νομική θεωρία και πράξη.
    Σε τελική ανάλυση, όταν η πολυπλοκότητα της σύγχρονης ζωής οδηγεί σε σύγκρουση δικαιωμάτων, οπότε επιβάλλεται στάθμιση προστατευομένων εννόμων αγαθών και συμφερόντων, απαιτείται μία γόνιμη προσέγγιση ερμηνευτικής συμφιλίωσης, που πρέπει να γίνεται στο εμπειρικό επίπεδο τη «στιγμή» της σύγκρουσης, ιδίως όταν πρόκειται για προβληματικές νομοθετικές ρυθμίσεις, όπως είναι οι διατάξεις του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997.
    Περαιτέρω, από τη συστηματική θέση του όρου «χωρίς δικαίωμα», που υπάρχει στο κείμενο της διάταξης του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997, ανακύπτει το ερώτημα εάν ο δημοσιογράφος έχει δικαίωμα γνώσης, συλλογής και επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων. Η απάντηση στο επίμαχο ερώτημα δεν είναι μονοσήμαντη. Εδώ έχει ιδιαίτερη σημασία ότι το δικαίωμα προσβολής προσωπικών δεδομένων δεν χρειάζεται να προκύπτει από το Ν. 2472/1997, αλλά μπορεί να στηρίζεται σε οποιοδήποτε νομοθέτημα της ενιαίας έννομης τάξης, πολύ περισσότερο δε όταν το δικαίωμα, που «ενοχλεί» τα προσωπικά δεδομένα, κατοχυρώνεται στη – με υπέρτερη νομική ισχύ – Ε.Σ.Δ.Α., αφού στο Ν. 2472/1997 ορίζεται πότε είναι παράνομη η επέμβαση στα προσωπικά δεδομένα, πλην όμως δεν είναι ο μόνος νόμος, που καθορίζει πότε είναι νόμιμη. Η διέξοδος από το συγκεκριμένο  δίλημμα  ευρίσκεται στην αναλογία μέσου προς σκοπόν ή άλλως στο πως ασκείται η δημοσιογραφία.
  4. Μέσα από την προσέγγιση της λειτουργίας του Τύπου σε σχέση με την Ιδιωτική Ζωή επανέρχεται στο προσκήνιο η συζήτηση για τη σχέση Δημοσίου και Ιδιωτικού, Πολιτικής Κοινωνίας και Κοινωνίας Πολιτών, Πολίτη και Ιδιώτη, Οίκου και Δήμου, που άλλοτε  εμφανίζονται ως δίπολα σύγκρουσης και άλλοτε ως ζεύγη συναρμογής, μολονότι πρόκειται για όχθες με αβέβαιες και επικίνδυνες γέφυρες, που εκ καθήκοντος και δικαιώματος διέρχονται οι δημοσιογράφοι.
    Άραγε σε αυτό το ρίσκο θα προστεθεί και το βαρύ τίμημα της κάθειρξης από 5 έως 10 έτη, που προβλέπουν οι προβληματικές διατάξεις του άρθρου 22 του Ν. 2471/1997, αφού αναντιρρήτως σε προβληματικές διατάξεις θεμελιώνονται μόνον προβληματικά κατηγορητήρια.

Αναδημοσιεύσεις:

Αρθρογραφία/Δημοσιεύσεις

Η αρθρογραφία και οι δημοσιεύσεις του Γιάννη Μαντζουράνη ανά κατηγορία ενδιαφέροντος.