“ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΚΛΟΓΩΝ: ΗΜΕΡΑ ΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ”
1. Στο σύγχρονο Κοινοβουλευτικό Σύστημα Κυβέρνησης οι πολίτες καλούνται, περιοδικώς και συνήθως κάθε 4 χρόνια, να εκλέξουν βουλευτές, κοινοβουλευτική πλειοψηφία και κυβερνών κόμμα, και τέλος πρωθυπουργό. Οι ενλόγω 3 επιλογές των πολιτών, που έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν, είναι προϊόν κρίσεων, οι οποίες αποτελούν απόσταγμα λογικών διεργασιών και αξιολογικών εκτιμήσεων κάθε εκλογέα με κριτήρια υπαρκτά ατομικά συμφέροντα, πραγματικές συλλογικές ανάγκες της κοινωνίας και ιδεολογικές αφετηρίες. Η τελική κρίση κάθε εκλογέα, που εκφράζεται είτε με θετική ψήφο αποδοχής είτε με αρνητική ψήφο απόρριψης είτε με λευκή ή άκυρη ψήφο είτε με αποχή, δεν αποτελεί ανεξάρτητη και αυτοτελή κρίση αλλά σε κάθε περίτπωση είναι μία σύγκριση μεταξύ των προσφερομένων από τα πολιτικά κόμματα και πρόσωπα διαφόρων δυνατοτήτων επιλογής και προοπτικών.
Με άλλες λέξεις, οι εκλογείς δεν καλούνται να κρίνουν αυτοτελώς κάθε υποψήφιο βουλευτή, κόμμα και πρωθυπουργό αλλά να συγκρίνουν μεταξύ των υπαρχόντων υποψηφίων βουλευτών, κομμάτων και πρωθυπουργών, έτσι ώστε τελικώς να προβούν στην κατά την κρίση τους συγκριτικώς καλύτερη επιλογή βουλευτή, κόμματος και πρωθυπουργού.
2. Στις γενικές βουλευτικές εκλογές οι προαναφερόμενες 3 βασικές επιλογές των πολιτών, που αποτελούν . συγκεκριμενοποίηση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, μολονότι συχνά χαρακτηρίζονται φενάκη και συγκεντρώνουν τα πυρά μιας αυστηρής κριτικής λόγω του αναιμικού και ελειπτικού χαρακτήρα τους, ο οποίος συνήθως αποδίδεται στην διαλείπουσα και περιοδική λειτουργία της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας κάθε 4 χρόνια, όταν η καλοζυγισμένη αυθαιρεσία κάποιου κυβερνώντος δεν οδηγεί σε συχνότερη προσφυγή στις κάλπες, εν τούτοις δεν αποτελούν απλώς και μόνον έκφραση της βούλησης των εκλογέων “από καιρού εις καιρόν”, αλλά συνιστούν κρίσιμες τομές ενός καθημερινού και συνεχούς πολιτικού διαλόγου, ο οποίος, παρά τα αναθέματα της τυπικής και επίπλαστης αντιπροσωπευτικότητας της σύγχρονης δημοκρατίας, παραμένει στο σύνολο του ένα ζωντανό επικοινωνιακό πεδίο κυβερνώντων και κυβερνωμένων με σοβαρό διακύβευμα και ουσιαστικές συνέπειες για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο κάθε κοινωνίας, καθώς και με άδηλη έκβαση. Είναι αληθές ότι η πρόσβαση σε αυτό το επικοινωνιακό πεδίο κυβερνώντων και κυβερνωμένων δεν τελείται υπό όρους απόλυτης ελευθερίας και ισότητας, αλλά εξαρτάται από την κοινωνική, οικονομική και πολιτική ισχύ κάθε “συν-δια-λεγόμενου”, πλήν όμως παραμένει ανοικτό σε ιδεολογική αντιπαράθεση και πολιτική αντιπαλότητα και επιτρέπει εναλλαγές στο επίπεδο των φορέων άσκησης της κρατικής και γενικότερον πολιτικής εξουσίας.
Εν ολίγοις, στην σύγχρονη ανταγωνιστική κοινωνία, μολονότι η ουδετερότητα της κρατικής εξουσίας αποτελεί πλάσμα δικαίου και ιδεαλιστικό στόχο ανιστόρητων διανοούμενων ή προσωπείο υπόπτων πολιτικών στοχεύσεων, η πολιτική διαπάλη, έστω και εάν τελείται σε πραγματικές συνθήκες ανισότητας, προσφέρει δυνατότητες αμφισβήτησης των εκάστοτε κυρίαρχων κέντρων ισχύος, αντίστασης σε μορφές εκμετάλλευσης και καταπίεσης και τέλος διεκδίκησης δικαιωμάτων συμμετοχής στην άσκηση της εξουσίας με βασικό και όχι μοναδικό όπλο του πολίτη την ψήφο του, που ως θετική ψήφος αποδοχής συνιστά δράση, ως αρνητική ψήφος απόρριψης εκφράζει αντίδραση, ως λευκή ή άκυρη ψήφος εκδηλώνει σιωπή και ως αποχή σημαίνει αδράνεια. 3. Κάτω από αυτό το πρίσμα, οι γενικές βουλευτικές εκλογές, ως μορφή πολιτικής συμμετοχής έστω και με τον περιορισμένο χαρακτήρα της επιλογής βουλευτών, κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και πρωθυπουργού, συνιστούν πράξη ελευθερίας και ευθύνης και γΓ αυτό η προστασία της ακεραιότητας του δικαιώματος των πολιτών στις προεκτεθείσες 3 βασικές επιλογές αποτελεί πρωταρχικό καθήκον κάθε δημοκρατικής κοινωνίας και πολιτείας, πλην όμως διασφαλίζεται πληρέστερον στο πλαίσιο μορφών αυτοπροστασίας, όπου οι πολίτες διαμορφώνουν και εκδηλώνουν τις επιλογές τους με ασφαλή κριτήρια, τα οποία συμβάλουν στην ψύχραιμη στάθμιση και στον λογικό συγκερασμό ατομικού και γενικού συμφέροντος.
Τα πλέον ενδεδειγμένα κριτήρια για τον προσδιορισμό της συγκριτικώς καλύτερης επιλογής μεταξύ των πολιτικών προοπτικών, που προσφέρονται από κάθε υποψήφιο βουλευτή, κόμμα και πρωθυπουργό, είναι η ειλικρίνεια των διακυρήξεων και προγραμμάτων, η διαχειριστική επάρκεια και ικανότητα και η συμπεριφορά κατά την προεκλογική περίοδο.
α) Η διακρίβωση της ειλικρίνειας των προγραμματικών διακυρήξεων αντιμετωπίζεται ως ένα βαθμό με την αναδρομή στο παρελθόν κάθε υποψήφιου βουλευτή, κόμματος και πρωθυπουργού, όπου αναζητούνται δείγματα συνέπειας λόγων και έργων.
β) Η διαχειριστική επάρκεια και ικανότητα πολιτικών κομμάτων και προσώπων, που αξιολογείται με βάση τις ειδικές γνώσεις και τις συσσωρευμένες εμπειρίες, οι οποίες αποδεικνύονται με την κριτική προσέγγιση του προηγούμενου βίου και της προγενέστερης δράσης πολιτικών κομμάτων και προσώπων στο πεδίο της άσκησης είτε κυβερνητικών είτε αντιπολιτευτικών δραστηριοτήτων. Εδώ είναι εμφανές το συγκριτικό πλεονέκτημα της κυβερνώσας πολιτικής παράταξης, το οποίο, όμως, κάλλιστα μπορεί να μετατραπεί σε μειονέκτημα, εάν είναι προφανής η αποτυχία ή ανεπάρκεια κατά την διάρκεια της κυβερνητικής θητείας, γ) Η συμπεριφορά κατά την προεκλογική περίοδο παρέχει σοβαρές ενδείξεις για την πολιτική ποιότητα, που την επομένη των εκλογών θα μεταβληθεί σε πολιτική πράξη. Η αξιολόγηση αυτής της πολιτικής συμπεριφοράς κατά την προεκλογική περίοδο επιτυγχάνεται με την προσφυγή σε κριτήρια, όπως είναι:
ι) το ύφος και το ήθος του προεκλογικού αγώνα, καθώς και τα μέσα διεξαγωγής της προεκλογικής αντιπαράθεσης, που βαθμολογούνται με βάση την πληρότητα, την σαφήνεια και την συνοχή των προγραμματικών διακηρύξεων και αξιολογούνται με μέτρο σύγκρισης το δίπολο “υψηλοί στόχοι και χαμηλοί τόνοι”.
Εδώ δεν πρόκειται για εκτίμηση του περιεχομένου της πολιτικής, που επαγγέλεται και χαράσεται, αλλά για την αξιολόγηση του σεβασμού ή της περιφρόνησης των πολιτών, που συνάγεται από το περιεχόμενο και το ύφος των προεκλογικών εξαγγελιών, όπου η αόριστη κενολογία, η μεγαλόστομη ρητορεία, η αναφορά στα πρόσωπα αντί για τις πολιτικές προτάσεις, η έμφαση σε οραματικά ιδεολογήματα αντί για τις μεθόδους επίλυσης των προβλημάτων κλπ αποτελούν δείγματα μιας περοφρονητικής για τους πολίτες στάσης, που προεκλογικώς εκδηλώνεται ως απόπειρα υποκλοπής της ψήφου και μετεκλογικώς μετουσιώνεται σε αντιλαϊκή πολιτική.
Εφόσον είναι αδιανόητη η εν λευκώ εξουσιοδότηση κατά την ανάθεση της άσκησης αρμοδιοτήτων της λαϊκής κυριαρχίας σε βουλευτή, κόμμα και πρωθυπουργό, η ενημέρωση του πολίτη είναι όρος “εκ των ων ουκ άνευ” (sine qua non) για την ελεύθερη και ανόθευτη διαμόρφωση και εκδήλωση των πολιτικών προτιμήσεων του. Και αυτό προϋποθέτει εξειδίκευση, πληρότητα και σαφήνεια των προγραμματικών διακηρύξεων, οι οποίες κρίνονται για μεν το κυβερνών κόμμα με βάση την προηγουμένη πολιτική πρακτική του και το υπαρκτό ή ανύπαρκτο κυβερνητικό έργο, για δε τα κόμματα της αντιπολίτευσης με βάση τα πεπερασμένα όρια κοστολόγησης των προεκλογικών υποσχέσεων. Υπό αυτή την έννοια, κάθε προεκλογική υπόσχεση, που δεν συνοδεύεται από σαφή αναφορά στο κόστος υλοποίησης της και από διαυγή υπόδειξη των πηγών χρηματοδότησης της, δημιουργεί εύλογες υπόνοιες δημοκοπίας. ιι) η διαφάνεια του ύψους και των πηγών των προεκλογικών δαπανών, η οποία προσδιορίζει και το βαθμό εξάρτησης πολιτικών κομμάτων και προσώπων από κέντρα οικονομικής δύναμης, που εσχάτως ονομάζονται “διαπλεκόμενα συμφέροντα”.
Και αυτό, γιατί οι εκλογείς δικαιούνται να γνωρίζουν όχι μόνον τον τρόπο διάθεσης αλλά και την πηγή εξεύρεσης των οικονομικών μέσων, τα οποία χρησιμοποιούν πολιτικά κόμματα και πρόσωπα στο μέτρο, που δημιουργείται ένα ολόκληρο δυσπρόσιτο – αν όχι αδιαφανές -πλέγμα σχέσεων των φορέων της οικονομικής και της πολιτικής εξουσίας με σημαντικές επιπτώσεις στις αποφάσεις και πράξεις πολιτικών κομμάτων και προσώπων, έστω και εάν για πολλούς ισχύει η γνωστή ρήση του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Βεσπασιανού, ο οποίος σε παρατήρηση του υιού του για το άηθες της είσπραξης χρημάτων από τα δημόσια ουρητήρια απάντησε με κυνισμό ότι «το χρήμα δεν έχει οσμή».
ιιι) η ποιότητα της αντιμετώπισης των πολιτικών αντιπάλων, όπου ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά η μη προσωποποίηση της πολιτικής αντιπαράθεσης με αποφυγή προσωπικών αντιδικιών, που αναλώνονται σε πισώπλατα μαχαιρώματα και ύπουλα χτυπήματα κάτω από την μέση και μετατοπίζουν το κέντρο βάρους της προεκλογικής διαμάχης από την ουσία των προβλημάτων στην απουσία ή μη της Α ή Β ιδιότητας από το αντίπαλο πολιτικό κόμμα και πρόσωπο.
ιν) η μη υιοθέτηση εκβιαστικών διλλημάτων προς το εκλογικό σώμα με την υποβολή ερωτημάτων του τύπου «εγώ ή το χάος». Και αυτό, γιατί όποιος θέτει σε κυκλοφορία παρόμοια συνθηματολογικά ερωτήματα προφανώς επιχειρεί την ταύτιση ενός πολιτικού κόμματος ή προσώπου με την τύχη ολόκληρης της κοινωνίας, που επιδιώκει να κυβερνήσει, αποκαλύπτει αδικαιολόγητη δυσπιστία προς τις ικανότητες των πολιτών, βαθύτατα αντιδημοκρατική ψυχολογία και πλήρη περιφρόνηση του λαού, ενώ παραλλήλως αποδεικνύεται πολιτικώς ανιστόρητος και αφιλοσόφητος, αφού αγνοεί ότι ουδέποτε η μοίρα των κοινωνιών συνδέθηκε με μεμονωμένα πολιτικά κόμματα και πρόσωπα. Συν τοις άλλοις, όμως, εάν το πολιτικό κόμμα και πρόσωπο, που θέτει το εκλογικό σώμα ενώπιον του διλλήματος «εγώ ή το χάος», ανήκει στην μέχρι τις βουλευτικές εκλογές κυβερνώσα πολιτική παράταξη, σημαίνει ότι απεριφράστως ομολογείται η παταγώδης αποτυχία κατά την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις η πολιτική απομόνωση είναι η μόνη ορθή αντίδραση στην απειλή του εκλογικού σώματος με το δίλλημα «εγώ ή το χάος». 5. Επειδή η ιστορία δεν αναγνωρίζει δεδομένα και αμετακίνητα σχήματα, αλλά τουναντίον καταγράφει μεταβολές και αξιολογεί εγχειρήματα, οι εκλογείς μπορούν να αναζητήσουν και πρέπει να καθορίσουν τις επιλογές τους για βουλευτές, κοινοβουλευτική πλειοψηφία και πρωθυπουργό με γνώμονα την αρμονική σύζευξη του ατομικού και γενικού συμφέροντος και με βάση τις περιγραφείσες προδιαγραφές, που ουσιώνουν την λαϊκή κυριαρχία, απελευθερώνουν τις υγιείς δυνάμεις της κοινωνίας, προσφέρουν προοπτική στο μέλλον, δικαιώνουν τον χαρακτηρισμό του εκλογικού σώματος ως κυρίαρχου οργάνου του κράτους, δικαιολογούν την ονομασία της Κυριακής των Εκλογών ως Κυριακής της Δημοκρατίας και σηματοδοτούν την επόμενη των εκλογών ημέρα ως αφετηρία μιας νέας περιόδου συνεχούς πολιτικής δράσης, η οποία καθιστά το εκλογικό σώμα όχι μόνον ονόματι αλλά και πράγματι κυρίαρχο λαό.
Δεινόμαχος
Αναδημοσιεύσεις:
- ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ