αναζήτηση

ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ Σε αναζήτηση μιας νέας μεσογειακής πολιτικής της Κοινότητας

(Το κείμενο του Γ. Κ. Μαντζουράνη που δημοσιεύει σήμερα το ΑΝΤΙ, αν και έχει γραφτεί πριν τη νίκη των σοσιαλιστών στη Γαλλία και στην Ελλάδα, θίγει πλευρές που αφορούν τον οικονομικό τομέα των σχέσεων «Βορρά – Νότου» στην ΕΟΚ, αλλά και των δεδομένων που προκύπτουν για την Κοινότητα στα πλαίσια ανάπτυξης των σχέσεών της με τον Αραβικό κόσμο.)

Η ένταξη της Ελλάδας και η μελλοντική εισδοχή της Ισπανίας και Πορτογαλίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες προσδίδει νέες διαστάσεις στη μεσογειακή πολιτική της Κοινότητας. Η διεύρυνση της ΕΟΚ προς τη Μεσόγειο δημιουργεί προβλήματα για τα εντασσόμενα ή υπό ένταξη μεσογειακά κράτη και κύρια τις νότιες περιοχές της Κοινότητας κι έχει σοβαρές επιπτώσεις στις σχέσεις της Κοινότητας με τις τρίτες χώρες της Μεσογείου. Στο βαθμό δε που η αυξημένη κοινοτική παρουσία στη Μεσόγειο μεταβάλλει ορισμένες από τις δοσμένες ισορροπίας, η διεύρυνση της ΕΟΚ προς το μεσογειακό χώρο συνιστά για την Κοινότητα ιστορική πρόκληση από την ορθή αντιμετώπιση της οποίας διακυβεύονται ζωτικά κοινοτικά συμφέροντα. Χαρακτηριστικά ο αντιπρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΟΚ Λορέντζο Ναταλί υποστηρίζει ότι: «… η διεύρυνση μπορεί να αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός στο δρόμο της ολοκλήρωσης της Κοινότητας, αλλά θα μπορούσε εξίσου και να αποτελέσει την αιτία της έκρηξης ή της διάλυσής της μέσα σε μια ζώνη ελεύθερων ανταλλαγών». Κάτω από αυτό το πρίσμα αποκτά ιδιαίτερη σημασία η διερεύνηση των επιπτώσεων της κοινοτικής διεύρυνσης προς τη Μεσόγειο στη διαμόρφωση της μεσογειακής πολιτικής της Κοινότητας.

Το πάγιο και έντονο κοινοτικό ενδιαφέρον για το μεσογειακό χώρο προσδιορίζεται λιγότερο από τους «παραδοσιακούς ιστορικούς δεσμούς των μεσογειακών χωρών με την Ευρώπη» και περισσότερο από τη στρατηγική θέση της λεκάνης της Μεσογείου. Η απρόσκοπτη ροή του πετρελαίου, τόσο από το αραβικά κράτη της Μεσογείου όσο και από τον Περσικό κόλπο, αποτελεί ζωτική ανάγκη για τις οικονομίες των κρατών – μελών της ΕΟΚ και καθοριστικό παράγοντα για τη διαμόρφωση της μεσογειακής πολιτικής της Κοινότητας, ή οποία έχει συνάψει εμπορικά σύμφωνα αορίστου διαρκείας με σχεδόν όλες τις τρίτες χώρες της Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένων της Πορτογαλίας και της Ιορδανίας. Εξαίρεση αποτελούν η Αλβανία και η Λιβύη. Μολονότι αυτός ο εντοπισμός της κοινοτικής μεσογειακής πολιτικής στις τρίτες χώρες της Μεσογείου προβάλλει αυθαίρετος, είναι εντούτοις από άποψη εμπορικής πολιτικής απόλυτα κατανοητός και δικαιολογημένος, στο μέτρο που μια υπέρβαση των παραπάνω ορίων θα απειλούσε την κοινοτική εμπορική πολιτική και θα αντιμετώπιζε τη σκληρή κριτική των τρίτων βιομηχανικών κρατών. Η επανάσταση, στο Ιράν, τα γεγονότα του Αφγανιστάν και γενικά ο επαναστατικός αναβρασμός του ισλαμικού κόσμου οδηγούν αναγκαστικά την ΕΟΚ σε μια διεύρυνση των ορίων της εμπορικής πολιτικής-της προς την κατεύθυνση του Περσικού κόλπου με τη σύναψη εμπορικών σχέσεων με το Ιράκ, το Κατάρ, το Μπαχρέιν, το Ομάν και τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα. Βέβαια οι δυνατότητες της κοινοτικής εμπορικής πολιτικής σ’ αυτόν τον χώρο είναι περιορισμένες. Στην ουσία πρόκειται για σύμφωνα, που μοιάζουν με τις συμφωνίες της ΕΟΚ με τα ASEAN – Κράτη.

Γι’ αυτό και θεωρείται απαραίτητη η αναμόρφωση αυτών των συμφωνιών, ώστε να συμπεριλάβουν στις ρυθμίσεις τους και ζητήματα μεσογειακής πολιτικής, καθώς και θέματα βιομηχανικής και τεχνολογικής συνεργασίας.      

Γενικά, τα κοινοτικά σύμφωνα με τα μεσογειακά κράτη στοχεύουν σε μια συνολική συνεργασία. Ρυθμίζουν την οικονομική KUL τεχνολογική συνεργασία. Στον εμπορικό τομέα προβλέπουν δασμολογικές απώλειες και απαλλαγή από ποσοτικούς περιορισμούς για τα βιομηχανικά προϊόντα, καθώς και δασμολογικές παραχωρήσεις για τα σπουδαιότερα αγροτικά προϊόντα, που προέρχονται από τις μεσογειακές χώρες. Από άποψη εμπορικής πολιτικής οι αντιπαροχές των μεσογειακών κρατών συνίστανται στην παραχώρηση ρήτρας του μάλλον ευνομούμενου κράτους, σε περίπτωση δε τελωνειακής ένωσης στην άμεση σταδιακή κατάργηση των δασμών και στη βαθμιαία καθιέρωση ενιαίας δασμολογικής κλίμακας.

Στα πλαίσια της κοινοτικής μεσογειακής πολιτικής εντάσσει η δημοσιονομική συνεργασία της Κοινότητας με τα μεσογειακά κράτη, που προβλέπεται στα διάφορα χρηματοδοτικά πρωτόκολλα της ΕΟΚ με τις μεσογειακές χώρες.  

Η διεύρυνση της ΕΟΚ προς τη Μεσόγειο δημιουργεί στενότερους πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς της Κοινότητας με το μεσογειακό χώρο, που καθιστούν πλέον ανεπαρκή τη μέχρι τώρα κοινότοπη μεσογειακή πολιτική και απαιτούν τον αναπροσανατολισμό και την εκπλήρωσή της, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις νέες ανάγκες της αυξημένης κοινοτικής παρουσίας στη Μεσόγειο. Η ύπαρξη πέντε μεσογειακών κρατών σε μια ΕΟΚ των Δώδεκα συνεπάγεται μια διόλου ευκαταφρόνητη μετατόπιση του κέντρου βάρους της Κοινότητας από Βορρά προς Νότο. Αυτή η μεταβολή έχει σημαντικά επακόλουθα στην πολιτική εξωτερικού εμπορίου της Κοινότητας και κύρια στον αγροτικό τομέα, δεδομένου ότι και στα πέντε παραπάνω μεσογειακά κράτη – μέλη της ΕΟΚ η σημασία της αγροτικής οικονομίας είναι καθοριστική. Κάτω από αυτούς τους όρους δεν είναι καθόλου απίθανη, μια ριζική μεταβολή του καθεστώτος εξωτερικών συναλλαγών της Κοινότητας με δυσμενείς συνέπειες για το ρόλο των μεσογειακών κρατώ – μελών της ΕΟΚ σαν γέφυρα της Δ. Ευρώπης προς την Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική.

Α. Επιπτώσεις  της μεσογειακής διεύρυνσης της Κοινότητας στα εντασσόμενα κράτη και στις νότιες περιοχές της ΕΟΚ

Η είσοδος της Ελλάδας και η μελλοντική ένταξη της Ισπανίας και Πορτογαλίας δημιουργεί στην Κοινότητα πρωτόγνωρα προβλήματα. Για πρώτη φορά η ΕΟΚ δέχεται στους κόλπους-της «οιονεί αναπτυσσόμενες χώρες». Γι’ αυτό και τα δομικά προβλήματα που συνεπάγεται η ένταξη αυτών των κρατών είναι μάλλον προβλήματα αναπτυξιακής πολιτικής. Στην ουσία δεν πρόκειται για προσαρμογή των βιομηχανιών των εντασσομένων κρατών στις απαιτήσεις της τεχνολογικής εξέλιξης, αλλά τις περισσότερες φορές για δημιουργία βιομηχανιών. Οι δυσαναλογίες στην οικονομική ανάπτυξη μεταξύ των κρατών – μελών της ΕΟΚ και των τριών μεσογειακών κρατών διογκούνται καθημερινά. Τα δομικά προβλήματα οξύνονται στο βαθμό που η Κοινότητα διευρύνεται προς περιοχές όπου ο αγροτικός τομέας διαδραματίζει πολύ ουσιαστικότερο ρόλο από ό,τι στα κράτη – μέλη της ΕΟΚ. Ενώ το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της ΕΟΚ αυξάνεται κατά 8% περίπου με τη διεύρυνση προς τη Μεσόγειο, αυξάνουν κατά 33% οι εκμεταλλεύσιμες γεωργικές εκτάσεις, κατά 20% το αγροτικό προϊόν, κατά 57% ο αριθμός των απασχολουμένων στην αγροτική οικονομία, δηλαδή κατά 5.000.000 σε απόλυτους αριθμούς. Παράλληλα τα μεσογειακά αγροτικά προϊόντα βρίσκονται σε πλεονεκτική, θέση έναντι των αντίστοιχων ευρωπαϊκών, από άποψη κόστους. Τα σημαντικότερα ελληνικά και ιδιαίτερα ισπανικά αγροτικά προϊόντα, όπως κρασί, ελαιόλαδο, λαχανικά, οπωρικά και φρούτα, πλήττουν ευαίσθητες κοινοτικές αγορές και καθιστούν αναγκαία τη στήριξη της αγοράς, τόσο στην Κοινότητα όσο και στην Ελλάδα και Ισπανία. Η μέχρι σήμερα ανερχόμενη παραγωγή των παραπάνω χωρών, χάρη στην αποδοχή του ψηλότερου επιπέδου τιμών παραγωγού της ΕΟΚ, κατάφερε να διατηρήσει πρόσθετα κίνητρα και μ’ αυτό τον τρόπο δημιούργησε δυσχέρειες στην αγροτική| παραγωγή της Ιταλίας και της Νότιας Γαλλίας. Τουναντίον η εισδοχή της Πορτογαλίας στην ΕΟΚ δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα στις ισορροπίες της αγοράς αγροτικών προϊόντων στη διευρυμένη Κοινότητα. Κι αυτό, γιατί η πορτογαλική αγροτική οικονομία βρίσκεται επί του παρόντος σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση. Η Πορτογαλία εισάγει το 50% των ειδών διατροφής του πληθυσμού της. Γι’ αυτό και η Πορτογαλία προσφέρεται σαν μια καλή αγορά τοποθέτησης των κοινοτικών αγροτικών προϊόντων. Το γεγονός όμως ότι παρουσιάζει μεγαλύτερη ζήτηση αγροτικών προϊόντων του Βορρά παρά του Νότου, ελάχιστα βοηθάει στην απάμβλυνση των δυσχερειών της αγροτικής παραγωγής της Νότιας Γαλλίας και της Ιταλίας.

Εξάλλου δεν πρέπει να αναμένεται σχεδόν καμιά βελτίωση του εισοδήματος των παραγωγών των κρατών – μελών της ΕΟΚ από εξαγωγές προς την Ελλάδα και Ισπανία. Μια κάποια προοπτική έχουν οι εξαγωγές βοδινού κρέατος, κτηνοτροφικών σιτηρών και ίσως ορισμένων γαλακτοκομικών προϊόντων. Γι’ αυτό και δεν είναι απορίας άξιο που η Ιταλία και η Γαλλία εγείρουν αξιώσεις συμψηφισμού και μάλιστα αναφορικά με το κρασί, τα οπωρικά και τα λαχανικά. Ήδη στον τομέα της αγροτικής πολιτικής έχουν γίνει παραχωρήσεις. Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για την αναδάσωση ορισμένων περιοχών της Μεσογείου, για την ύδρευση της Κορσικής, για την κατασκευή αντιπλημμυρικών έργων στη Νότια Γαλλία και την ίδρυση μιας υπηρεσίας παροχής συμβουλών σε θέματα αγροτικής οικονομίας στην Ιταλία. Επιπλέον αξιώνεται από την πλευρά της Ιταλίας και Γαλλίας η θεσμοποίηση και λειτουργία αυστηρότερων ενδοκοινοτικών μηχανισμών επέμβασης στην αγορά με μεγαλύτερη προστασία των Κρατών – μελών έναντι των τρίτων χωρών. Έτσι όμως οξύνονται ακόμη πιο πολύ τα προβλήματα των πλεονασμάτων. Το γεγονός δε ότι η Γαλλία και η Ιταλία θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες στον αγροτικό τομέα από την είσοδο στην Κοινότητα των τριών μεσογειακών κρατών, είναι και ο βασικός λόγος της καθιέρωσης επταετούς μεταβατικής περιόδου για ορισμένα ελληνικά αγροτικά προϊόντα σύμφωνα με τη συμφωνία ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ.

Οι δυσχέρειες, που αναμένεται να αντιμετωπίσουν τα εντασσόμενα στην ΕΟΚ τρία μεσογειακά κράτη, εντοπίζονται κύρια στο βιομηχανικό τομέα. Η βιομηχανία στην Ελλάδα και Πορτογαλία παρουσιάζει τα τυπικά χαρακτηριστικά της βιομηχανίας στη Νότια Ιταλία. Η κατάσταση στην Ισπανία διαφοροποιείται κάπως, στο μέτρο: που ήδη από τη δεκαετία του ’60 έχουν ιδρυθεί και λειτουργούν μεγάλες βιομηχανικές μονάδες με σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό και μεγάλα περιθώρια προσαρμογής στις συνθήκες ανταγωνισμού της Κοινής Αγοράς. Αξιοσημείωτο είναι άτι, παρά τα υψηλά ποσοστά ανάπτυξης της βιομηχανικής παραγωγής στα τελευταία δώδεκα χρόνια το επίπεδο βιομηχανικής ανάπτυξης και των τριών εντασσομένων κρατών είναι κατά πολύ χαμηλότερο εκείνου των κρατών – μελών της ΕΟΚ. Η βιομηχανία τους παρουσιάζει ισχυρή συγκέντρωση σε ορισμένες περιοχές, είναι σχετικά όχι πολύ διαφοροποιημένη, και στους περισσότερους κλάδους είναι οργανωμένη σε μικρές ή μικρομεσαίες επιχειρήσεις και εμφανίζει χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας.

Η βιομηχανία των εντασσομένων στην ΕΟΚ μεσογειακών κρατών θα υποστεί τις δυσμενείς συνέπειες μιας αύξησης της πίεσης των εισαγωγών από την Κοινότητα και μάλιστα σε κλάδους που θεωρούνται παραδοσιακοί γι’ αυτές τις χώρες. Κι αυτό γιατί η προστασία των εγχώριων βιομηχανιών από τις μέχρι τώρα ισχύουσες συμβατικές ρυθμίσεις δεν πρόκειται να διατηρηθεί και σε καθεστώς πλήρους ένταξης. Τη φύση και το μέγεθος της προαναφερθείσης προστασίας αποκαλύπτουν παραστατικά τα ακόλουθα δεδομένα: Στα πλαίσια των μέχρι τώρα συμφωνιών, η Κοινότητα απολαμβάνει δασμολογικής απαλλαγής μόνο για το 60% των εισαγομένων βιομηχανικών ειδών στην Ελλάδα και για το 70% των αντίστοιχων προϊόντων στην Πορτογαλία. Επί του παρόντος ο δασμός έναντι της ΕΟΚ ανέρχεται στην Ελλάδα γύρω στα 13% μετά τη μείωσή-του κατά 8% το Νοέμβρη του 1978 στα πλαίσια των συμφωνιών σύνδεσης Ελλάδας – ΕΟΚ. Η χρήση ειδικών δασμών καθιστά δύσκολο τον υπολογισμό της δασμολογικής επιβάρυνσης για την Πορτογαλία. Οι προστατευτικοί δασμοί της Ισπανίας ανέρχονται κατά μέσον όρο σε 8,1% μετά την αυτόνομη μείωση των δασμών τον Απρίλη του 1979. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι δασμοί και τα τέλη που ισχύουν για τους ευαίσθητους κλάδους της βιομηχανίας ενδυμάτων, της βιομηχανίας επεξεργασίας δέρματος και παράγωγης δερματίνων ειδών, της κλωστοϋφαντουργίας και της μεταλλοβιομηχανίας.

Αξιοπρόσεκτο είναι ότι τόσον η Ελλάδα όσο και η Πορτογαλία δεν έχουν κι ούτε προβλέπεται να αποκτήσουν σύντομα μεγαλύτερες εξαγωγικές δυνατότητες από τις ήδη υφιστάμενες. Άλλωστε δεν αναμένονται μεταβολές στο ισχύον δασμολογικό καθεστώς, οι οποίες θα επιδράσουν ευνοϊκά επί των ελληνικών και πορτογαλικών εξαγωγών βιομηχανικών προϊόντων, γιατί ήδη οι εισαγωγές ελληνικών και πορτογαλικών βιομηχανικών ειδών στα κράτη – μέλη της ΕΟΚ απολαμβάνουν πλήρους δασμολογικής απαλλαγής. Στην περίπτωση της Ισπανίας, η κατάργηση των ήδη υφισταμένων δασμών επί των εξαγωγών

βιομηχανικών προϊόντων υπολογίζεται ότι θα δημιουργήσει δυνατότητες άσκησης επεκτατικής εξαγωγικής πολιτικής. Σε μερικούς τομείς άλλωστε η ισπανική βιομηχανική παραγωγή είναι πέρα για πέρα συναγωνίσιμη με την αντίστοιχη των κρατών – μελών της ΕΟΚ, όπως π.χ. στη βιομηχανία υποδημάτων και στην κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία που ήδη έχει ξεπεράσει με αξιοθαύμαστη επιτυχία όλα τα προβλήματα αναδιάρθρωσής της. Αξιοσημείωτο είναι εξάλλου ότι οι ισχυρές πιέσεις, που ασκούν στη κοινοτική αγορά οι επεκτατικές τάσεις της ισπανικής χαλυβουργικής βιομηχανίας, προκαλούν σοβαρές ανησυχίες σε ορισμένους εταίρους της Κοινότητας, οι οποίοι εύχονται και επιδιώκουν τη λήψη προστατευτικών μέτρων έναντι της ισπανικής χαλυβουργίας.

 Συμπερασματικά υπογραμμίζεται ότι η ένταξη της Ελλάδας, Ισπανίας και Πορτογαλίας στην ΕΟΚ υποβάλλει αναγκαστικά και τα τρία μεσογειακά κράτη στις συνθήκες και τους όρους ανταγωνισμού που κυριαρχούν στην Κοινότητα. Αυτό το γεγονός συνεπιφέρει δυσμενείς επιπτώσεις για τις οικονομίες αυτών των τριών μεσογειακών χωρών, παρά την ισχύ των οποιωνδήποτε μεταβατικών προθεσμιών ή προστατευτικών ρητρών.

Β. Επιπτώσεις της μεσογειακής διεύρυνσης της ΕΟΚ στις τρίτες χώρες της Μεσογείου

Η κοινοτική διεύρυνση προς τη λεκάνη της Μεσογείου δημιουργεί σοβαρότατα προβλήματα και στις τρίτες χώρες της Μεσογείου. Η ένταξη στην Κοινότητα της Ελλάδας. Ισπανίας και Πορτογαλίας τελεί υπό τον όρο της αποδοχής του ισχύοντος κοινοτικού δικαίου – συμπεριλαμβανομένων και των κανόνων που ρυθμίζουν το καθεστώς των εξωτερικών συναλλαγών της Κοινότητας – από τα τρία προσχωρούντα μεσογειακά κράτη. Έτσι σύμφωνα με το άρθρο 117 της «Πράξης περί των όρων προσχώρησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των συνθηκών» καθιερώνεται η κατ’ αρχήν εφαρμογή του «κοινοτικού συστήματος των γενικευμένοι δασμολογικών προτιμήσεων». Θεωρείται δε βέβαιο ότι παρόμοιες ρυθμίσεις θα ισχύσουν και στην περίπτωση της ένταξης της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι οι ρυθμίσεις του κοινοτικού συστήματος των γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων λειτουργούν υπέρ των τρίτων χωρών της Μεσογείου, στο μέτρο που διευκολύνουν την πρόσβασή τους στις αγορές της Κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων και των αγορών των υπό ένταξη τριών μεσογειακών κρατών. Εξάλλου, ανάλογα θετικά αποτελέσματα για τις τρίτες χώρες της Μεσογείου έχει και η – εκ μέρους των εντασσομένων τριών μεσογειακών κρατών – αποδοχή του κοινοτικού δικαίου για τις εξωτερικές συναλλαγές. Δηλαδή οι τρεις εντασσόμενες μεσογειακές χώρες υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις διατάξεις των συμφωνιών ελεύθεροι) Εμπορίου μεταξύ της ΕΟΚ και των τρίτων χωρών της Μεσογείου και κατά συνέπεια, με την ένταξή τους στην Κοινότητα, οφείλουν να μειώσουν τους δασμούς τους για προϊόντα αυτών των αντισυμβαλλομένων κρατών. Κι επειδή αυτό γίνεται ταυτόχρονα με τις δασμολογικές ελαφρύνσεις των προϊόντων των κρατών – μελών της ΕΟΚ που συνεπάγεται η ένταξη στην Κοινότητα, οι δυσκολίες για τις οικονομίες των τριών εντασσομένων μεσογειακών κρατών επιτείνονται σημαντικά. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι τα άρθρα 118-120 της «Πράξης περί των όρων προσχώρησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των συνθηκών» προβλέπουν τη σύναψη πρωτοκόλλων, που θα επισυναφθούν στις συμφωνίες της ΕΟΚ με τις αντισυμβαλλόμενες τρίτες χώρες και θα περιέχουν μεταβατικά μέτρα και προσαρμογές των κοινοτικών συμφωνιών με τις τρίτες χώρες’ έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η εφαρμογή από την Κοινότητα ενός ενιαίου καθεστώτος στις σχέσεις-της με τις αντισυμβαλλόμενες τρίτες χώρες, καθώς και η ταυτότητα των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των κρατών – μελών. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε ότι ούτε και στη συμφωνία προσχώρησης της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες καθιερώνονται παρεκκλίσεις από τις προτιμησιακές ρυθμίσεις, που έχουν θεσπιστεί στις συμφωνίες της ΕΟΚ με τις διάφορες τρίτες χώρες, Τα παραπάνω έχουν δύο κρίσιμα επακόλουθα:

• Πρώτο, διευκολύνουν και κατοχυρώνουν συμβατικά την πρόσβαση των μεσογειακών τρίτων χωρών στις αγορές των τριών εντασσομένων κρατών της Μεσογείου” και

• Δεύτερο, επιτρέπουν ή καλύτερα ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό των μεσογειακών τρίτων χωρών και των τριών εντασσομένων κρατών της Μεσογείου στις αγορές της ΕΟΚ, που η σπουδαιότητά τους είναι εξαιρετικά σημαντική και για τα δύο συναγωνιζόμενα μέρη. Οι δυσκολίες που συνεπιφέρουν τα παραπάνω δύο επακόλουθα είναι δυνατό για ένα περιορισμένο χρονικό, διάστημα να ξεπεραστούν ή έστω να υποβαθμιστούν σε ένταση και οξύτητα από μια πιθανή αύξηση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης των τριών εντασσομένων μεσογειακών κρατών και από μια ενδεχόμενη άνοδο του βιοτικού επιπέδου στα κράτη – μέλη της παλιάς Κοινότητας. Αξιοσημείωτο άλλωστε είναι ότι οι προτιμησιακές ρυθμίσεις, που έχουν καθιερωθεί για τις μεσογειακές τρίτες χώρες, πρόκειται να περιοριστούν συνολικά, ενώ η εισδοχή των τριών εντασσομένων κρατών της Μεσογείου θα ενισχύσει την ήδη υπάρχουσα τάση της Κοινότητας για περιορισμό των εισαγωγών από τις τρίτες χώρες, έτσι ώστε να μεγιστοποιηθούν οι δυνατότητες επέκτασης της αγοράς μέσα στα πλαίσια της ίδιας της Κοινότητας.

Η ολόπλευρη κατανόηση των επιπτώσεων της μεσογειακής διεύρυνσης της ΕΟΚ στις τρίτες χώρες της Μεσογείου προϋποθέτει μια προσεκτική ανάλυση του όλου πλέγματος των εμπορικών σχέσεων της Κοινότητας με αυτές τις χώρες. Οι εμπορικές σχέσεις της Κοινότητας με τις τρίτες χώρες της Μεσογείου είναι εξαιρετικά στενές. Τα αριθμητικά δεδομένα είναι πολύ εύγλωττα. Το 40-60% του συνόλου των εισαγωγών αυτών των χωρών προέρχονται από την ΕΟΚ. Στο ίδιο ύψος ανέρχεται και το ποσοστό των εξαγωγών των τρίτων χωρών της Μεσογείου προς την Κοινότητα. Οι τρίτες χώρες της Μεσογείου διακρίνονται σε: α) χώρες εξαγωγής πρώτων υλών όπως το Μαρόκο, η Αλγερία και η Τυνησία που βασικά εξάγουν φώσφατα και πετρέλαιο, β) χώρες εξαγωγής αγροτικών προϊόντων, όπως n Αίγυπτος, η Κύπρος και η Τουρκία, και γ) σε βιομηχανικές χώρες, όπως το Ισραήλ, ο Λίβανος και η Μάλτα.

Η ύπαρξη αυτών των στενών εμπορικών σχέσεων ανάμεσα στην Κοινότητα και στις τρίτες χώρες της Μεσογείου θεμελιώνει λογικά και την άποψη ότι οι επιπτώσεις της κοινοτικής διεύρυνσης προς τη Μεσόγειο θα είναι άμεσα αισθητές στον τομέα των εμπορικών σχέσεων της ΕΟΚ με τις τρίτες χώρες της Μεσογείου. Αυτό, βέβαια, δεν συνεπάγεται και παραγνώριση της σημασίας άλλων τομέων, όπου οι συνέπειες της μεσογειακής διεύρυνσης της ΕΟΚ θα είναι εξίσου σημαντικές για τις τρίτες χώρες της Μεσογείου. Απλά και μόνο υπογραμμίζει τη βαρύνουσα σημασία που αποκτά η διερεύνηση των επιπτώσεων της κοινοτικής διεύρυνσης προς τη Μεσόγειο, στον τομέα των εμπορικών σχέσεων της Κοινότητας με τις τρίτες χώρες της μεσογειακής λεκάνης.

Η ένταξη της Ελλάδας, Ισπανίας και Πορτογαλίας στην ΕΟΚ θα εντείνει τις δυσκολίες των βιομηχανικών τρίτων χώρων της Μεσογείου και κύρια τους βιομηχανικούς κλάδους παραγωγής προϊόντων, που αντιμετωπίζουν προβλήματα προσαρμογής και δομικές δυσχέρειες όπως υφάσματα, ενδύματα, υποδήματα, δερμάτινα είδη και εν μέρει ο χάλυβας. Κι αυτό γιατί τα τρία εντασσόμενα μεσογειακά κράτη επιδιώκουν – μέσα στα πλαίσια της Κοινότητας – τη λήψη προστατευτικών μέτρων για τις νεαρές εθνικές βιομηχανίες-τους, που με την εισδοχή τους στην ΕΟΚ εκτίθενται στο συναγωνισμό των αντίστοιχων βιομηχανιών όχι μόνο των κρατών – μελών της Κοινότητας, αλλά και των τρίτων χωρών της Μεσογείου. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ρι εξαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων έχουν καίρια σημασία για τις οικονομίες της Αιγύπτου, Τυνησίας, Τουρκίας και του Λιβάνου, όπου τα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκαν εύρωστες εξαγωγικές βιομηχανίες κλωστοϋφαντουργίας και ενδυμάτων.

Στον αγροτικό τομέα, οι αρνητικές συνέπειες της κοινοτικής επέκτασης προς τη Μεσόγειο είναι ακόμη πιο έντονες και οξείες για τις μεσογειακές τρίτες χώρες. Κι αυτό γιατί η μείωση των εισαγωγικών αναγκών της διευρυμένης Κοινότητας θα δημιουργήσει προβλήματα πωλήσεων στις τρίτες χώρες της Μεσογείου. Ο βαθμός αυτοεφοδιασμού της διευρυμένης Κοινότητας σε προϊόντα όπως λάδι, λαχανικά, πατάτες, κρασί και ντομάτες — αν δεν υπερβαίνει, εγγίζει το ποσοστό του 100%. Άλλωστε αναμένεται ότι η εφαρμογή της ΚΑΠ (Κοινής Αγροτικής Πολιτικής) και στα τρία εντασσόμενα κράτη της Μεσογείου θα έχει ως αποτέλεσμα μια σημαντική αύξηση της αγροτικής παραγωγής τους. Μολονότι είναι δύσκολο να υπολογιστεί η παραγωγική δυναμικότητα του αγροτικού τομέα της Ελλάδας, Ισπανίας και Πορτογαλίας, θεωρείται μάλλον βέβαιη μια σημαντική αύξηση της αγροτικής παραγωγής αυτών των χωρών, αν μάλιστα ληφθούν υπόψη ορισμένοι βασικοί παράγοντες, όπως αρδεύσιμες εκτάσεις, ορθολογική λίπανση και ανάπτυξη της καλλιέργειας παραγωγικών σπόρων φυτών, που συντελούν στην αύξηση της παραγωγικότητας του αγροτικού τομέα. Επιπλέον δεν πρέπει να παραγνωρίζονται και τα προβλήματα, που θα προκύψουν από την αλλαγή κατεύθυνσης των εξαγωγών ορισμένων αγροτικών προϊόντων των τριών εντασσομένων κρατών, τα οποία μέχρι τώρα εξάγονται προς τις τρίτες χώρες της Μεσογείου, ενώ μετά την ένταξη αυτών των χωρών στην ΕΟΚ θα στραφούν προς την κοινοτική αγορά και θα απωθήσουν τα αντίστοιχα προϊόντα των τρίτων χωρών της Μεσογείου. Ενδεικτικά αναφέρονται οι τομάτες και τα πορτοκάλια της Ελλάδας, που οι εξαγωγές-τους στην ΕΟΚ ανέρχονται σε ποσοστό 17% και 13% – αντίστοιχα – επί του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών αυτών των δύο προϊόντων.

Γενικό χαρακτηριστικό γνώρισμα των οικονομιών των τρίτων χωρών της Μεσογείου είναι η εξάρτησή-τους από τις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων προς την Κοινότητα. Ο βαθμός εξάρτησης όμως διαφέρει από χώρα σε χώρα.

Η Γιουγκοσλαβία, η Μάλτα, η Ιορδανία, ο Λίβανος, η Αίγυπτος και η Αλγερία εξάγουν μόνο 2-9% των αγροτικών προϊόντων-τους στην ΕΟΚ. Αυτό σημαίνει ότι αυτές οι χώρες θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν με σχετική ευκολία τις δυσχέρειες, που θα προκύψουν από την εκτόπιση των αγροτικών προϊόντων-τους από την κοινοτική αγορά. Οι δυσκολίες όμως αυξάνονται για τις μεσογειακές τρίτες χώρες που οι εξαγωγές των αγροτικών προϊόντων τους προς τη Κοινότητα είναι κατά πολύ μεγαλύτερες, όπως η Τουρκία, η Κύπρος, η Τυνησία και το Μαρόκο. Η Τουρκία εξάγει στην ΕΟΚ το 14% των αγροτικών προϊόντων της, n Κύπρος το 63%, η Τυνησία το 20% και το Μαρόκο το 36%. Πρόσθετα προβλήματα δημιουργούνται στις τέσσερις παραπάνω χώρες από το γεγονός ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των εξαγωγικών κερδών τους προέρχεται από εξαγωγές προϊόντων στα οποία ο βαθμός αυτοεφοδιασμού της Κοινότητας φθάνει ή και ξεπερνάει το 100%. Μολονότι ελλείπουν ακριβή στατιστικά στοιχεία, θεωρείται, σχεδόν βέβαιο ότι η Τουρκία, η Κύπρος, η Τυνησία, το Μαρόκο και το Ισραήλ θα υποστούν ισχυρότατα πλήγματα στις εξαγωγές των παραπάνω προϊόντων και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να απωλέσουν κάθε ουσιαστική αξία οι προτιμησιακές ρυθμίσεις, «ου καθιερώνονται στις συμφωνίες αυτών των κρατών με την Κοινότητα.

Οι συνέπειες των εξελίξεων, που προδιαγράφτηκαν παραπάνω, πρόκειται να εκδηλωθούν με ιδιαίτερη οξύτητα στην Τουρκία, η οποία από χρόνια βρίσκεται στα πρόθυρα της οικονομικής χρεωκοπίας. Παρά τις σύντονες προσπάθειες των εταίρων του NATO και της ΕΟΚ και κύρια των ΗΠΑ και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δυσοίωνες εμφανίζονται οι προοπτικές μιας μακροπρόθεσμης λύσης του προβλήματος της Τουρκίας, που χάρη στη στρατηγική σημασία της για τα συμφέροντα της Δύσης στη Μεσόγειο και Μέση Ανατολή έχει τη δυνατότητα να απαιτεί και επιτυγχάνει προνομιακή μεταχείριση από τα κράτη της Δύσης. Η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας βαίνει από το κακό στο χειρότερο. Το ετήσιο έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών της Τουρκίας ανέρχεται στα 2 δισεκατομμύρια δολάρια περίπου. Η διηνεκής υποτίμηση της αξίας του νομίσματος και η μείωση των εξαγωγών, σε συνδυασμό με την αύξηση του εξωτερικού χρέους, οξύνουν δραματικά τα αδιέξοδα της τουρκικής οικονομίας. Κάτω από αυτούς του όρους τίποτα δεν εγγυάται μια μελλοντική σταθεροποίηση και σταδιακή βελτίωση της οικονομικής κατάστασης στην Τουρκία. Αυτή η άποψη εξάλλου ενισχύεται και από την ανάλυση των αποτελεσμάτων της περσινής ειδικής οικονομικής ενίσχυσης του ΟΟΣΑ προς την Τουρκία που ανήλθε στο ποσό του 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων.

Τα παραπάνω δεδομένα της τουρκικής οικονομίας έχουν άμεσες επιδράσεις στην εξέλιξη των σχέσεων της Τουρκίας με την ΕΟΚ, που ρυθμίζονται από τη Συμφωνία Σύνδεσης ΕΟΚ – Τουρκίας του |1963, η οποία όμως εδώ και μερικά χρόνια έχει «παγώσει». Η συνεχής επίκληση της προστατευτικής ρήτρας του άρθρου 60 της συμφωνίας σύνδεσης ΕΟΚ – Τουρκίας από την Τουρκική κυβέρνηση επιτρέπει στην Τουρκία τη μη εκπλήρωση της υποχρέωσής της για σταδιακή κατάργηση των δασμών-της έναντι των προϊόντων που προέρχονται από την Κοινότητα. Αξιοσημείωτο είναι ότι το φθινόπωρο του 1978 η Τουρκική κυβέρνηση γνωστοποίησε στην Κοινότητα μια σειρά προτάσεών της, που στην ουσία αποκαλύπτουν μια καινοφανή συνολική αντίληψη για την παραπέρα εξέλιξη των σχέσεων ΕΟΚ – Τουρκίας. Ο πυρήνας αυτών των τουρκικών προτάσεων εμπεριέχει το πάγωμα της κατάργησης των δασμών στο σημερινά επίπεδό-τους, σε συνδυασμό με μια σειρά αξιώσεων για μεγαλύτερες παραχωρήσεις της Κοινότητας, τόσο στον εμπορικό όσο και στο χρηματοδοτικό τομέα. Τον Μάη του 1979, ύστερα από επίπονες προσπάθειες, το Συμβούλιο των Υπουργών κατέληξε σε αποφάσεις για τη στάση της Κοινότητας στις διαπραγματεύσεις της με την Τουρκία για τη μελλοντική διαμόρφωση των σχέσεων της Τουρκίας με την ΕΟΚ. Σ’ αυτές τις διαπραγματεύσεις, η Κοινότητα προσήλθε με μια δέσμη προτάσεων που εν μέρει μόνο ανταποκρίνονταν στις τουρκικές επιθυμίες. Στον αγροτικό τομέα προβλέπονται πρόσθετες παραχωρήσεις της ΕΟΚ προς την Τουρκία, μόνο μετά την επανέναρξη λειτουργίας των διαδικασιών κατάργησης των δασμών στα κοινοτικά προϊόντα και την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της Συμφωνίας Σύνδεσης ΕΟΚ – Τουρκίας του 1963, ενώ, στον τομέα της ελεύθερης εγκατάστασης των εργαζομένων, η Κοινότητα ευθυγραμμίστηκε με την πολιτική της κυβέρνησης της Δυτ. Γερμανίας και δεν προέβη σε καμιά παραχώρηση προς την Τουρκία.

Αξιοπρόσεκτη είναι η αλλαγή της τουρκικής πολιτικής έναντι της ΕΟΚ, που εκδηλώνεται στο τέλος του 1979. Η κυβέρνηση του κ. Σ. ‘ Ντεμιρέλ σε αντίθεση με την προηγούμενη κυβέρνηση του κ. Μπ. Ετσεβίτ επιδιώκει την πλήρη εφαρμογή της Συμφωνίας Σύνδεσης ΕΟΚ -Τουρκίας του 1979, παρά την ύπαρξη οξύτατων δυσχερειών της τουρκικής οικονομίας. Παρόλα αυτά η τραγική κατάσταση της τουρκικής οικονομίας αναγκάζει και τη νέα κυβέρνηση να καταφύγει στην επίκληση της προστατευτικής ρήτρας του άρθρου 60 της Συμφωνίας Σύνδεσης ΕΟΚ – Τουρκίας του 1963, Έτσι η ΕΟΚ οφείλει να δώσει λύση στο πρόβλημα της αντιμετώπισης της πολιτικής βούλησης της Τουρκίας να προχωρήσει στην ολοκλήρωση της ενσωμάτωσής της στην  Κοινότητα, η οποία, όμως δεν συνοδεύεται  από μια ανάλογη ετοιμότητα των δομών του πολιτικού και οικονομικού συστήματος της Τουρκίας έτσι ώστε να ανταπεξέλθει με επιτυχία στους κραδασμούς και στις δυσκολίες που θα προκύψουν από μια τόσο πολυσήμαντη μεταβολή. Προς το παρόν η Κοινότητα φαίνεται να προτιμά τη μετάθεση της οριστικής διευθέτησης του ζητήματος των σχέσεών-της με την Τουρκία, στο μέλλον, όπως προκύπτει και από μια προσεκτική ανάλυση της πρόσφατης συμφωνίας ΕΟΚ – Τουρκίας, η οποία ορθά χαρακτηρίζεται σαν συμφωνία «ανοιχτών Θυρών».

Συμπερασματικά επιλέγεται ότι όλες οι τρίτες χώρες της Μεσογείου αντιμετωπίζουν σοβαρά τη νέα πραγματικότητα που προκύπτει από τη μεσογειακή διεύρυνση της ΕΟΚ και αξιώνουν διαβουλεύσεις με την Κοινότητα για την εξεύρεση λύσεων στα προβλήματα, τα οποία ανακύπτουν από την κοινοτική επέκταση προς τη Μεσόγειο. Αυτές οι διαβουλεύσεις που βρίσκουν νομικό έρεισμα και στις συμφωνίες ελευθέρων συναλλαγών (Frelhandetsabkommen) των τρίτων χωρών της Μεσογείου με την ΕΟΚ, επιταχύνουν τις διαπραγματεύσεις για την προσαρμογή των «συμφωνιών ελευθέρων συναλλαγών» στα δεδομένα της νέας πραγματικότητας που προκύπτει από την ένταξη στην Κοινότητα τριών μεσογειακών κρατών. Θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι, ενόψει αυτής της προσαρμογής, όλες οι τρίτες χώρες της Μεσογείου θα απαιτήσουν από την Κοινότητα οικονομικές παραχωρήσεις σε αντιστάθμισμα των αρνητικών επιπτώσεων που θα έχει γι’ αυτές η κοινοτική διεύρυνση στη Μεσόγειο.

Γ. Προοπτικές μιας νέας κοινοτικής στρατηγικής στη Μεσόγειο

 Η συνειδητοποίηση της σοβαρότητας των επιπτώσεων της μεσογειακής διεύρυνσης της Κοινότητας έχει σαν αναπόδραστο επακόλουθο την αναζήτηση και την επεξεργασία μιας νέας κοινοτικής πολιτικής στο μεσογειακό χώρο. Οι σκέψεις και οι προτάσεις για την ανάπτυξη μιας νέας στρατηγικής της ΕΟΚ στη Μεσόγειο είναι πολλές και ποικίλες, η λογική και τελολογία-τους όμως είναι μία και απαράλλαχτη. Πρωταρχικός στόχος είναι η διαφύλαξη και ενίσχυση της συνοχής της Κοινότητας και η προώθηση της γνωστής πολιτικής της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Με άλλα λόγια κυρίαρχο στοιχείο της κοινοτικής προβληματικής στη διαμόρφωση μιας νέας μεσογειακής πολιτικής είναι πάνω από όλα η προάσπιση των κοινοτικών συμφερόντων. Κι αυτό σημαίνει εναρμόνιση των συμφερόντων των επί μέρους μεσογειακών κρατών με εκείνα της ΕΟΚ ή κάπως πιο ωμά ενσωμάτωση, αφομοίωση και σε τελική ανάλυση υπαγωγή των πρώτων στα δεύτερα. Σ’ αυτή τη φάση αφετηριακό σημείο της σχετικής κοινοτικής προβληματικής είναι η αποτροπή ή διευθέτηση μιας μελλοντικής σύγκρουσης των συμφερόντων της διευρυμένης ΕΟΚ με τα συμφέροντα των τρίτων χωρών της Μεσογείου που με τα σημερινά δεδομένα θεωρείται σχεδόν αναπόφευκτη.

Η θεμελιώδης αυτή διαπίστωση προκύπτει αβίαστα και από την ακόλουθη παράθεση των σημείων που αποτελούν «κοινό τόπο» όλων των κοινοτικών σκέψεων και προτάσεων για τις προοπτικές και τους στόχους μιας νέας κοινοτικής στρατηγικής για τη Μεσόγειο.

Στον αγροτικό τομέα οι δυσλειτουργικές αδυναμίες των μηχανισμών της ΚΑΠ καθιστούν απόλυτα αναγκαία και επείγουσα τη λήψη δραστικών μέτρων που θα επιταχύνουν τις διαδικασίες ενσωμάτωσης, θα ενθαρρύνουν την αναδιάρθρωση μη επικερδών καλλιεργειών και θα συντείνουν σε δομικές αλλαγές ρι οποίες θα επιτρέψουν την υπέρβαση των σημερινών δυσχερειών και την κάλυψη των δεδομένων ανεπαρκειών της ΚΑΠ. Πρωταρχική σημασία αποδίδεται στη μετατόπιση της καλλιέργειας λαχανικών και φρούτων προς τις περιοχές της Μεσογείου. Κι αυτό γιατί κάτω από τις σημερινές συνθήκες της ενεργειακής κρίσης είναι εντελώς ασύμφορη η καλλιέργεια οπωροκηπευτικών στα ενεργοβόρα θερμοκήπια Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης, Μια τέτοια αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής προϋποθέτει: αφενός μεν ότι οι τρίτες μεσογειακές χώρες της Βόρειας Αφρικής θα εγκαταλείψουν την εξειδίκευση της αγροτικής παραγωγής σε ορισμένα γεωργικά προϊόντα και θα πολλαπλασιάσουν την προσφορά και σε ποσότητα και σε είδος, αφετέρου δε ότι τα κράτη – μέλη της παλιάς Κοινότητας θα προβούν στις κατάλληλες ενέργειες για να τεθούν σε κίνηση οι διαδικασίες προσαρμογής και οι μηχανισμοί υποδοχής των μεσογειακών αγροτικών προϊόντων που παρουσιάζουν ένα σημαντικό συγκριτικά πλεονέκτημα κόστους, στην κοινοτική αγορά.

Στο βιομηχανικό τομέα προβάλλει επιτακτική η ανάγκη επιτάχυνσης της διαδικασίας ενσωμάτωσης των τριών εντασσομένων μεσογειακών κρατών στο κοινοτικό σύστημα με διαρθρωτικές μεταβολές που θα σέβονται τους νόμους της οικονομίας της αγοράς, θα δημιουργούν ευνοϊκά πλαίσια για επενδυτικές δραστηριότητες στο μεσογειακό χώρο, θα διευκολύνουν τη μεταφορά τεχνολογίας, θα βελτιώνουν τη βιομηχανική υποδομή των μεσογειακών κρατών και τέλος θα τελούνται κάτω από συνθήκες κοινωνικά και πολιτικά αποδεκτές από τους λαούς, τόσο της Μεσογείου όσο και των εννέα κρατών της σημερινής Κοινότητας. Θεωρείται σφάλμα η ενίσχυση του προστατευτισμού, η απομάκρυνση από τους νόμους της αγοράς, η προσφυγή σε μέτρα και συμφωνίες περιορισμού του ανταγωνισμού στη διευρυμένη κοινότητα και η σύναψη ειδικών συμφωνιών για ορισμένους βιομηχανικούς κλάδους, για την αντιμετώπιση των δυσχερειών που πραγματικά αντιμετωπίζουν μερικά βιομηχανικά προϊόντα.

Αξιοσημείωτο είναι ότι οι κοινοτικοί μηχανισμοί για τον παραμερισμό των δομικών ανισορροπιών και περιφερειακών ανισοτήτων – όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αγροτικού Προσανατολισμού και Ασφαλείας – κρίνονται ανεπαρκείς ή έστω μερικά μόνο κατάλληλοι για τη διευθέτηση των σχετικών προβλημάτων των μεσογειακών κρατών. Γι’  αυτό και θεωρείται απαραίτητη η εφαρμογή ενός νέου αναπτυξιακού προγράμματος βοηθείας προς τα κράτη της Μεσογείου, πέραν των δοσμένων οργάνων άσκησης της κοινοτικής πολιτικής αλληλεγγύης προς τις προβληματικές χώρες ή περιοχές. Η υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος προϋποθέτει  ένα συνολικά οικονομικό σχεδιασμό που θα περιλαμβάνει όλες τις τρίτες χώρες της Μεσογείου, καθώς και τα τρία εντασσόμενα μεσογειακά κράτη. Κι αυτό γιατί τα διαρθρωτικά προβλήματα των οικονομιών των μεσογειακών κρατών είναι κοινά για όλες τις χώρες της μεσογειακής λεκάνης και κατά συνέπεια δεν είναι δυνατό να λυθούν καρά μόνο σε πολυμερές, δηλαδή διαμεσογειακό, επίπεδο. Το γεγονός ότι τα τρία εντασσόμενα μεσογειακά κράτη τόσο στον αγροτικό τομέα όσο και σε ορισμένους βιομηχανικούς κλάδους – εκτός από τον μεταξύ τους συναγωνισμό – θα αντιμετωπίσουν κύρια τον ανταγωνισμό της Γαλλίας και Ιταλίας και όχι των κρατών της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης δίνει απόλυτη προτεραιότητα στην εκπόνηση και εφαρμογή ενός προγράμματος αναπτυξιακής πολιτικής για όλο το μεσογειακό χώρο, που θα συνδυάζει χρηματοδοτικές διευκολύνσεις, τη λήψη κατάλληλων μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής και παροχή μεγάλης τεχνικής βοήθειας. Η εφαρμογή ενός παρόμοιου προγράμματος δεν αποκλείει τη λήψη ειδικών μέτρων πρόσθετης βοήθειας για ορισμένα μεσογειακά κράτη, όπως π.χ. η Τουρκία, που έχουν ιδιαίτερο στρατηγικό ενδιαφέρον για την  ΕΟΚ και γενικότερα για τη Δύση. Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι η «μεσογειακή πρόκληση» συνιστά για την ΕΟΚ στοίχημα με την Ιστορία, που η έκβασή του θα έχει κρίσιμες συνέπειες για το μέλλον τόσο της Κοινότητας όσο και της Μεσογείου. Αμφισβητούμενο και εριζόμενο όμως είναι αν τα προτεινόμενα μέτρα για την αντιμετώπιση αυτής της ιστορικής, πρόκλησης συνιστούν και την ορθή ανταπόκριση στις ανάγκες των καιρών και τα μηνύματα του μέλλοντος. Κι αυτό γιατί δεν είναι εκ των προτέρων φανερό σε βάρος τίνων θα επιπέσει το κόστος των ανακατατάξεων που συνεπάγονται οι προτάσεις για την εκπόνηση και εφαρμογή μιας νέας μεσογειακής πολιτικής της Κοινότητας. Αυτό σημαίνει στα απλοελληνικά ότι είναι ασαφές «ποιος θα πληρώσει τα σπασμένα», τόσο σε περίπτωση επιτυχίας όσο και σε περίπτωση αποτυχίας  του νέου μεσογειακού εγχειρήματος της ΕΟΚ.         

Αναδημοσιεύσεις:

Αρθρογραφία/Δημοσιεύσεις

Η αρθρογραφία και οι δημοσιεύσεις του Γιάννη Μαντζουράνη ανά κατηγορία ενδιαφέροντος.