αναζήτηση

Εθνικοποίηση, Κρατικοποίηση ή Κοινωνικοποίηση;

Η λύση στο πρόβλημα της κοινωνικής ιδιοκτησίας των παραγωγικών μέσων, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και δεν μπορεί να είναι εκ των προτέρων δεδομένη.

Κοινό χαρακτηριστικό κάθε στρατηγικής πού στοχεύει στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό μιας κοινωνίας, είναι η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα κυριότερα τουλάχιστον μέσα παράγωγης. Τέσσερις είναι λύσεις του προβλήματος της Ιδιοκτησίας στα παραγωγικά μέσα, οι οποίες διαμορφώθηκαν Ιστορικά στην πορεία εξέλιξης του παγκόσμιου σοσιαλιστικού κινήματος. Φέρουν τις ονομασίες: συνεργατισμός. κρατικοποίηση, εθνικοποίηση και κοινωνικοποίηση.

Η αποσαφήνιση των παραπάνω εννοιών δεν έχει μόνο μεγάλη θεωρητική σημασία αλλά και ιδιαίτερο πολιτικό ενδιαφέρον μια και η ενδεχομένη άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία —πού από πολλούς θεωρείται πλέον θέμα χρόνου — θα έχει σαν επακόλουθο την εφαρμογή ενός προγράμματος που κύρια στοιχεία του είναι η αυτοδιαχείριση και η κοινωνικοποίηση.

Η ερμηνευτική προσέγγιση των προαναφερθέντων τεσσάρων όρων προσφεύγει αναγκαστικά στην επικουρία της αναδρομής στην ιστορία του σοσιαλιστικού κινήματος. Κι αυτό γιατί είναι κοινή διαπίστωση και παραδοχή ότι ακόμη και στο χώρο του σοσιαλιστικού κινήματος ο προσδιορισμό της έννοιας της σοσιαλιστικής Ιδιοκτησίας και της φύσης των μορφών Ιδιοκτησίας όπως ο συνεργατισμός, η κρατικοποίηση, εθνικοποίηση και η κοινωνικοποίηση, παραμένει αίτημα και ζητούμενο. Σπανίζουν δηλαδή, αν δεν ελλείπουν ολότελα, σοβαρές προσπάθειες θεωρητικής επεξεργασίας και εννοιολογικού καθορισμού της ουσίας των μορφών της προσοσιαλιστικής και σοσιαλιστικής Ιδιοκτησίας. Η κάλυψη αυτής της έλλειψης επιχειρείται με την αναγωγή στην Ιστορία του σοσιαλιστικού κινήματος. Έτσι άλλοτε προβάλλεται ο συνεργατισμός, άλλοτε η κρατικοποίηση, άλλοτε η εθνικοποίηση κι άλλοτε η κοινωνικοποίηση.

Α) Τον 19ο αιώνα ό συνεργατισμός κυριαρχούσε στο εργατικό κίνημα. Η ουσία του συνεργατισμού συνοψίζεται σε συνθήματα, όπως «η γη στους καλλιεργητές της», «τα μεταλλεία στους μεταλλωρύχους» κλπ. Σήμερα θεωρούνται ως επιβιώσεις των ιδεών του συνεργατισμού θεσμοί όπως η συνεργατική ένωση καταναλωτών, η συνεργατική ένωση παραγωγών, η αγροτική συνεργατική ένωση που απαντώνται στα καπιταλιστικά κράτη, καθώς και γεωργοκτηνοτροφικές επιχειρήσεις κολχόζ, παραγωγικοί συνεταιρισμοί αρτέλ και καταναλωτικοί συνεταιρισμοί στις πόλεις που συναντώνται στα κράτη του υπαρκτού σοσιαλισμού. Βέβαια η ένταξη όλων αυτών των θεσμών στα αντίστοιχα κοινωνικοοικονομικά συστήματα, αλλοιώνει και μεταβάλλει τον λειτουργικό ρόλο τους και αναμφίβολα πολύ απέχει από το δράμα του Καρλ Μαρξ ο οποίος το 1866 στις εισηγήσεις του Προσωρινού Συμβουλίου της Διεθνούς Ένωσης Εργατών κάνει λόγο για την αλλαγή της κοινωνίας μέσα από ένα κίνημα «προορισμένο να μετατρέψει την κοινωνική παραγωγή σε ένα μεγάλο και αρμονικό σύστημα συνεργατικής εργασίας».

Β) Η ιδέα της κρατικοποίησης γεννιέται στη Γερμανία στο τέλος του  19ου αιώνα. Η κρατικοποίηση ως μορφή της κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής εμφανίζεται το 1891 στο πρόγραμμα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD) πού είναι γνωστό σαν Πρόγραμμα της Ερφούρτης. Αξιοσημείωτο είναι ότι το ίδιο κόμμα το 1875 στο πρόγραμμα της Γκότα αναφέρεται ουσιαστικά στις αρχές του συνεργατισμού. Η κρατικοποίηση ως κύρια μορφή ιδιοκτησίας των παραγωγικών μέσων δεσπόζει στη Σοβιετική Ένωση και στα λοιπά κράτη του υπαρκτού σοσιαλισμού που ακολουθούν το σοβιετικό πρότυπο.

Η κρατική ιδιοκτησία

Αντικείμενο της κρατικής ιδιοκτησίας είναι συνήθως η γη, το υπέδαφος, τα νερά, τα δάση, τα βιομηχανικά εργοστάσια, οι τράπεζες, τα ασφαλιστικά ιδρύματα, τα συγκοινωνιακά δίκτυα, τα μέσα της εναέριας, θαλάσσιας και σιδηροδρομικής μεταφοράς, oι ταχυδρομικές και τηλεπικοινωνιακές επιχειρήσεις. Όλες oι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, το βασικό απόθεμα κατοικιών στις πόλεις και στα βιομηχανικά κέντρα. Λέγεται «συνήθως», γιατί παρατηρείται η τάση διεύρυνσης του αντικειμένου της κρατικής σοσιαλιστικής Ιδιοκτησίας, ή οποία θεωρείται ως ή ανώτερη μορφή σοσιαλιστικής Ιδιοκτησίας και γι’ αυτό κατέχει προνομιακή θέση στο όλο σύστημα Ιδιοκτησίας. Υποκείμενο της κρατικής, σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας είναι το κράτος που ασκεί τις εξουσίες, οι οποίες απορρέουν από το δικαίωμα ιδιοκτησίας είτε διαμέσου των κρατικών υπηρεσιών είτε διαμέσου των διαφόρων οικονομικών μονάδων, των οποίων οι συγκεκριμένες αρμοδιότητες προσδιορίζονται από τη θέση τους στο σύστημα διεύθυνσης της οικονομίας. Κατά συνέπεια οι επιχειρήσεις και οι υπηρεσίες δεν είναι ιδιοκτήτες των περιουσιακών αντικειμένων με τα όποια ασκούν την οικονομική δραστηριότητά τους. Αρχικά επιδιώχθηκε να καθοριστεί το συγκεκριμένο νομικό status αυτών των οικονομικών επιχειρήσεων ή κρατικών υπηρεσιών με την προσφυγή στη νομική κατηγορία της «επιχειρησιακής διοίκησης» (operative verwaltung) που κατασκευάστηκε στην ΕΣΣΔ και μεταφυτεύτηκε και στα λοιπά κράτη του υπαρκτού σοσιαλισμού. Μάλιστα ή έλλειψη ακριβούς νομικής επεξεργασίας του όρου επέβαλε την ανάγκη νομοθετικού ορισμού    με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ως έννοια με κυμαινόμενο περιεχόμενο. Η χρήση της νομικής κατηγορίας της «επιχειρησιακής διοίκησης» στόχευε στο να εκφράσει στο νομικό πεδίο το διφυές του status των επιχειρήσεων και υπηρεσιών πού ήταν αφενός μεν διαχειριστές των αντικειμένων της κρατικής Ιδιοκτησίας τα οποία τούς παραχωρήθηκαν, αφετέρου δε φορείς δικαιωμάτων κατοχής, χρήσης και διάθεσης, τα οποία είχαν απόλυτη ισχύ έναντι παντός τρίτου πλην του κράτους. Πρόσφατα σε αντικατάσταση της έννοιας της επιχειρησιακής διοίκησης επιχειρείται ή εισαγωγή της νομικής, κατηγορίας της «fondsinhaberschaft» που θα μπορούσε να μεταφραστεί σαν «αρμοδιότητα ταμειακής διαχείρισης» ή σαν «αρμοδιότητα διαχείρισης κεφαλαίου».

Ο όρος «fondsinhaberschaft» σημαίνει μια δέσμη αρμοδιοτήτων σχεδιασμού, κάρπωσης, συγχώνευσης και διάθεσης και αντίστοιχων  νομικών υποχρεώσεων σε σχέση με ορισμένα μέρη της κρατικής ιδιοκτησίας. Η «fondsinhaberschaft», εμπερικλείει και την υποχρέωση υποταγής στις υπερκείμενες οικονομικές μονάδες κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων πού περιλαμβάνει.

Στα κράτη του υπαρκτού σοσιαλισμού η κρατικοποίηση θεμελιώνεται στο τεκμήριο ταύτισης της κοινωνίας με το κράτος. Αυτό το τεκμήριο όμως είναι και πολύ συζητήσιμο και πολύ αμφιλεγόμενο. Είναι μάλλον το ζητούμενο παρά το δεδομένο.

Γι’ αυτό είναι περισσότερο πειστική η αναζήτηση των νομιμοποιητικών βάσεων της κρατικοποίησης στο οικονομικό πεδίο. Έτσι η κρατικοποίηση δικαιολογείται σαν προϊόν μιας οικονομικής αναγκαιότητας, η οποία επιβάλλει τη συγκεντροποίηση της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής σαν προϋπόθεση α) για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την κοινωνικοποίηση της παραγωγής, και β) για τον προγραμματισμό της οικονομίας.

Κι αυτός ο δικαιολογητικός λόγος της κρατικοποίησης όμως ούτε αυταπόδεικτος  ούτε αυτονόητος είναι. Τουναντίον είναι δεκτικός και κριτικής και αμφισβήτησης.

Η ενδιάμεση λύση

Γ) Η εθνικοποίηση σαν μορφή κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας των παραγωγικών μέσων προβάλλεται σαν απάντηση και συνάμα συμβιβασμός ανάμεσα στα πρότυπα του συνεργατισμού και στην κρατικοποίηση. Ή εθνικοποίηση σαν ενδιάμεση λύση επιδιώκει ένα συγκερασμό των επιμέρους συμφερόντων με το γενικό συμφέρον, ο οποίος υλοποιείται μέσα από τη σύνθεση  ενός διοικητικού συμβουλίου της εθνικοποιημένης οικονομικής μονάδας στο οποίο παρακάθονται αντιπρόσωποι των εργαζομένων, των καταναλωτών και του κράτους. Η επιδίωξη της εναρμόνισης των διαφόρων συμφερόντων προϋποθέτει την αναγνώριση και αποδοχή της θέσης ότι δεν υπήρχε άμεση ταύτιση των ιδιαίτερων συμφερόντων με το γενικό συμφέρον. Έτσι όμως αμφισβητείται ένα από τα κύρια ιδεολογικά θεμέλια της κρατικοποίησης, η ταύτιση δηλαδή των ειδικών συμφερόντων με το γενικό συμφέρον ή με άλλα λόγια η ταύτιση κοινωνίας και κράτους.

Αξιοσημείωτο είναι έξαλλου ότι η προαναφερθείσα ιδεολογική διαφοροποίηση είναι και η πιο ορατή διαφορά της εθνικοποίησης από την κρατικοποίηση.

Ας μη γελιόμαστε. Στο νομικό πεδίο εθνικοποίηση ταυτίζεται με την κρατικοποίηση. Η κρατικοποίηση είναι τελικά η μόνη δυνατή νομική μορφή της εθνικοποίησης.

Η έννοια της εθνικοποίησης είναι νομικά ανεπαρκής για να προσδιορίσει και κατοχυρώσει θεσμικά έναν τρόπο ιδιοποίησης υλικών αγαθών, στο μέτρο που το έθνος δεν έχει νομική ύπαρξη. Ο όρος «έθνος» είναι ασαφής και δυσπροσδιόριστος. Είτε ως ιδέα, είτε ως πνευματική οντότητα, είτε ως ιστορικό κατηγόρημα θεωρηθεί, δεν μπορεί να γίνει ένα αληθινό «υποκειμενικό δικαίου». Είναι νομικά ανύπαρκτο και γι’ αυτό στο νομικό πεδίο υποκαθίσταται είτε από το κράτος είτε από το λαό ως όργανο του κράτους, που το ενσαρκώνουν και ταυτόχρονα το αντιπροσωπεύουν.

Γι’ αυτό το λόγο παρά τις όποιες αγαθές προθέσεις είναι σχεδόν  αναπόφευκτος ο νομικός εκφυλισμός της εθνικοποίησης σε κρατικοποίηση.

Όμως στην αρχή τόσο στις αναλύσεις του Αυστριακού Bruno Bauer όσο και στον ορισμό της εθνικοποίησης από τη Γενική Συνομοσπονδία  Εργασίας της Γαλλίας (QGT), το 1918 — 1920, η εθνικοποίηση συλλαμβάνεται σαν σχήμα και θεσμός ολότελα διαφορετικός από την κρατικοποίηση όσο και από τον συνεργατισμό. Προβάλλεται σαν το ξεπέρασμα του προβλήματος καθορισμού ενός μοναδικού Ιδιοκτήτη πού θα’ ναι ή το κράτος ή οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Προτείνει μια ιδιαίτερη μορφή ιδιοποίησης υλικών αγαθών αρχικά από δύο φορείς (εργαζόμενοι — καταναλωτές) και κατόπιν από τρεις φορείς (εργαζόμενοι — καταναλωτές — κράτος). Στην ουσία όμως η εθνικοποίηση καταλήγει σε μια μορφή διαχωρισμού της διαχείρισης από την ιδιοκτησία. Έτσι ενώ η διαχείριση επιμερίζεται είτε σε δύο είτε σε τρία μέρη, η ιδιοκτησία μονοπωλείται από το κράτος. Η προσφυγή στο σχήμα της εθνικοποίησης υποβαθμίζει τη διευθέτηση του νομικού προβλήματος της ιδιοκτησίας σε έναν απλό διαχωρισμό της διαχειριστικής αρμοδιότητας από το δικαίωμα της ιδιοκτησίας.

Αυτή ή λύση εκφράζει ταυτόχρονα μια πρόοδο και ένα αδιέξοδο. Αποτελεί μεν πρόοδο γιατί αναγνωρίζει το πολυδιάστατο και πολύπλοκο της άρθρωσης του γενικού συμφέροντος με τα επιμέρους συμφέροντα και γι’ αυτό αρνείται τον καθορισμό και την υλοποίηση αυτής της άρθρωσης του γενικού συμφέροντος με τα ειδικά συμφέροντα από ένα και μοναδικό υποκείμενο δικαίου.

Καταλήγει δε σε αδιέξοδο γιατί:

α) Περιορίζει το ζήτημα της διαχείρισης της οικονομικής μονάδας αποκλειστικά ή κύρια στο επίπεδο ενός Διοικητικού Συμβουλίου και γι’ αυτό δεν μπορεί να καθορίζει και διασφαλίσει επαρκώς τον αυτοκαθορισμό των εργαζομένων μέσα από την οργάνωση της παραγωγής και των συνθηκών δουλείας τους. Με άλλα λόγια η εθνικοποίηση βασίζεται σε μια εντελώς αφηρημένη αν όχι και ολότελα ανεπεξέργαστη αντίληψη της εξουσίας μέσα στην οικονομική μονάδα, ενώ παραγνωρίζει τούς υπόλοιπους όρους μέσα από τη συνάρτηση των οποίων γεννιέται και ασκείται ή κάθε εξουσία μέσα σε ένα κοινωνικό σχηματισμό, και

β) Δέν προσφέρει καμιά νέα νομική λύση, δηλαδή δέν οδηγεί ατή δημιουργία κάποιου νέου νομικού θεσμού κι έτσι δέν επιτρέπει τό ξεπέρασμα τής κλασικής έννοιας τής Ιδιοκτησίας.

Η κοινωνική Ιδιοκτησία

Δ) Η κοινωνικοποίηση αποτελεί στόχο και στρατηγική επίλυσης του προβλήματος τις ιδιοποίησης των μέσων παραγωγής στα πλαίσια της οικοδόμησης μιας αυτοδιαχειριστικής σοσιαλιστικής κοινωνίας. Προτείνεται σαν η μόνη δυνατότητα υπέρβασης των αδιεξόδων και δυσλειτουργιών που συνδέονται με τις μέχρι τώρα ιστορικές μορφοποιήσεις της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, δηλαδή του συνεργατισμού, της κρατικοποίησης και της εθνικοποίησης.

Η κοινωνικοποίηση ορίζεται σαν πλέγμα διαδικασιών που στοχεύει στο ξεπέρασμα της παραδοσιακής έννοιας της ιδιοκτησίας στη διάσπαση του συνόλου των στοιχείων που τη συνθέτουν και στην αναδόμηση τους σε ένα καινούριο νομικό μόρφωμα, το όποιο απεικονίζει στο νομικό επίπεδο τις πραγματικές συνθήκες μιας νέας μορφής ιδιοποίησης των υλικών αγαθών. Αυτό το νέο νομικό μόρφωμα, που εκφράζει στο νομικό πεδίο το αποτέλεσμα της κοινωνικοποίησης, ονομάζεται κοινωνική Ιδιοκτησία.

Η προσφυγή στην έννοια της «κοινωνικοποίησης σημαίνει:

1) το ξεπέρασμα της παραδοσιακής προβληματικής που περιορίζει το ζήτημα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής στο φορέα της, δηλαδή στον Ιδιοκτήτη, 2) τον απεγκλωβισμό της προσέγγισης του προβλήματος της ιδιοκτησίας από τη φορμαλιστική διάκριση υποκειμένου – αντικειμένου της ιδιοκτησίας,   

3) την αμφισβήτηση της ίδιας της ουσίας της παραδοσιακής έννοιας της ιδιοκτησίας, δηλαδή του συνόλου των σχέσεων που συναρθρώνουν τους ανθρώπους με τα πράγματα διαμέσου των κοινωνικών σχέσεών τους,

4) τον εμπλουτισμό του παραδοσιακού σοσιαλιστικού προβληματισμού για την ιδιοκτησία των παραγωγικών μέσων με τη διεύρυνση του εννοιολογικού περιεχομένου του όρου «μέσα παραγωγής» έτσι ώστε να συμπεριλάβει όλα τα μέσα πάνω στα οποία θεμελιώνεται η εξουσία μέσα στην κοινωνία.

Μια νέα ιδιοκτησία

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η κοινωνικοποίηση προϋποθέτει τη ρήξη με  όλες τις μέχρι τώρα ιστορικά διαμορφωμένες μορφές κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, καθώς και με τις συναφείς προς τις παραπάνω μορφές παραδοσιακές προβληματικές.    

Η κοινωνικοποίηση εμφανίζεται σαν μια διαδικασία αποδιοργάνωσης και αναδόμησης του θεσμού της ιδιοκτησίας. Σ’ αυτό το σημείο επιβάλλονται ορισμένες διευκρινίσεις. Ζούμε σε ένα σύστημα όπου η ιδέα της Ιδιοκτησίας φαίνεται αυτονόητη. Παρ’ όλα αυτά το γνωστό δικαίωμα της ιδιοκτησίας είναι μια έννοια σχετικά καινούρια.. Μια αναδρομή στο φεουδαρχικό δίκαιο αποκαλύπτει τον ιστορικό χαρακτήρα του θεσμού της ιδιοκτησίας. Η ιδιοκτησία φυσικό δικαίωμα, είναι θεσμός που εμφανίστηκε σε μια ορισμένη φάση ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Αυτό το δικαίωμα της ιδιοκτησίας προσδιορίζεται σαν το σύνολο τριών στοιχείων    

α) του δικαιώματος χρήσης: το δικαίωμα δηλαδή της άμεσης χρησιμοποίησης του αντικειμένου προς ικανοποίηση των αναγκών του δικαιούχου,

β) του δικαιώματος κάρπωσης: το δικαίωμα δηλαδή της απόλαυσης όλων των ωφελημάτων του αντικειμένου είτε άμεσα είτε έμμεσα (π.χ. εκμίσθωση),   

γ) του δικαιώματος διάθεσης του αντικειμένου με τη νομική και οικονομική του όρου έννοια. Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας συντίθεται από το σύνολο αυτών των εξουσιών.

Το πρόβλημα της κοινωνικοποίησης των παραγωγικών μέσων λύνεται μόνο μέσα από τη διαίρεση και ανακατανομή των διαφόρων δικαιωμάτων και εξουσιών που προστιθέμενα συνιστούν το κλασικό δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας στα παραγωγικά μέσα. Η συντριβή της αστικής αντίληψης της ιδιοκτησίας που ανάγεται στη Γαλλική Επανάσταση του 1789 συνιστά όρο siqe qua non για την υλοποίηση μιας αυτοδιαχειριστικής σοσιαλιστικής αλλαγής.      

Το γιουγκοσλαβικό πείραμα

Η κοινωνικοποίηση των παραγωγικών μέσων ως διαδικασία μετασχηματισμού της ατομικής, κρατικής ή εθνικής Ιδιοκτησίας σε κοινωνική ιδιοκτησία διασπά και ανακατανέμει τις διάφορες εξουσίες που συναπαρτίζουν την κλασική έννοια της ιδιοκτησίας σε διάφορα επίπεδα και σε καμία περίπτωση δεν τις εναποθέτει όλες μαζί στη δικαιοδοσία ενός μόνο (ατομικού ή συλλογικού) φορέα. Αυτό σημαίνει ότι κατανέμονται σε διάφορα επίπεδα (λ.χ. στο επίπεδο της επιχείρησης, του δήμου ή τις κοινότητας της περιφέρειας, του κράτους) καθένα από τα προαναφερθέντα 3 δικαιώματα που συναποτελούν την κλασική έννοια της ιδιοκτησίας. Δηλαδή είναι δυνατά επί ενός πράγματος ή υλικού αγαθού είτε και επί ενός συνόλου πραγμάτων ή υλικών αγαθών, που αποτελούν το αντικείμενο της οικονομικής δραστηριότητας μιας επιχείρησης, να παραχωρηθεί το δικαίωμα χρήσης στους εργαζόμενους στην επιχείρηση,  το δικαίωμα  επικαρπίας να επιμεριστεί ανάμεσα στους εργαζόμενους, την επιχείρηση και στο δήμο ή κοινότητα που   ευρίσκεται η επιχείρηση, ενώ το δικαίωμα διάθεσης να ανήκει στο κράτος. Η ποικιλία συνδυασμών, όπως ο παραπάνω, είναι μάλλον απεριόριστη.

Κάτω από αυτό το πρίσμα, η κοινωνικοποίηση σαν διαδικασία που κατάληξή της είναι η κοινωνική ιδιοκτησία των παραγωγικών μέσων, συνίσταται στη μετεξέλιξη κάθε μέχρι τώρα διαμορφωμένης μορφής ιδιοκτησίας και στη συγκρότηση ενός συνόλου το συμπληρωματικά δικαιώματα, τα οποία ασκούνται από διάφορες κοινωνικές ομάδες άλλους φορείς πάνω στο ίδιο πράγμα ή υλικό αγαθό. Με αυτή την έννοια η κοινωνικοποίηση δεν είναι απλά και μόνο μια διαδικασία αποϋποκειμενικοποίησης της ιδιοκτησίας  των μέσων  παραγωγής, αλλά συνάμα αντιπροσωπεύει μια αληθινή αποποίηση.

Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια κινείται και το  Γιουγκοσλαβικό Σύνταγμα του 1974, το οποίο κατοχυρώνει θεσμικά το πιο προωθημένο σύγχρονο πείραμα κοινωνικοποιήσεως. Χαρακτηριστικά αναφέρεται το ακόλουθο απόσπασμα από το Προοίμιο του γιουγκοσλαβικού Συντάγματος του 1974, όπου ορίζεται ότι:

«Δεδομένου ότι κανένας δεν δύναται να έχει δικαίωμα ιδιοκτησίας πάνω στα κοινωνικά μέσα παραγωγής, κανένας δεν δύναται — ούτε η κοινωνικοπολιτική κοινότητα, ούτε η οργάνωση συνεταιρισμένης εργασίας, ούτε μια ομάδα πολιτών, ούτε ένας ιδιώτης — να οικειοποιηθεί, δυνάμει οιουδήποτε νομικού τίτλου ιδιοκτησίας, το προϊόν της κοινωνικής εργασίας, ούτε να διαχειρίζεται τα κοινωνικά μέσα παραγωγής και εργασίας, ούτε να τα διαθέτει, ούτε να καθορίζει αυθαίρετα τούς όρους της κατανομής των αγαθών».

Οσοδήποτε πρωτόγνωρα και «παράξενα» κι αν φαίνονται όσα προαναφέρθηκαν σχετικά με την κοινωνικοποίηση και την κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, εντούτοις δεν είναι ξένα προς την πραγματικότητα. Μια προσεκτική παρατήρηση της εξέλιξης του θεσμού της ιδιοκτησίας στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες αποκαλύπτει τάσεις —έστω και πολύ περιορισμένες— που εντάσσονται στην προοπτική της κοινωνικοποίησης, όπως παραπάνω αναλύθηκε. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρεται το «leasing – system» που στην ουσία αποσυνδέει κατά κάποιον τρόπο το νομικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας από την πραγματική ιδιοποίηση. ‘ Εμφανίζονται δηλαδή ακόμη και μέσα στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες ψήγματα και σπέρματα νέων μορφών ιδιοκτησίας που αποτελούν όχι μόνο προάγγελους ενός νέου ιδιοκτησιακού καθεστώτος, αλλά συνάμα και αφετηρίες και εναύσματα για επέκταση, επιτάχυνση και τέλος μετουσίωση αυτών των περιορισμένων τάσεων σε πραγματικές εστίες προώθησης και υλοποίησης νέων μορφών ιδιοκτησίας που εντάσσονται στην προοπτική της κοινωνικοποίησης των παραγωγικών μέσων.

Αξιοπρόσεκτο είναι ότι η προηγηθείσα ανάλυση για την κοινωνικοποίηση παρουσιάζει  ένα βασικό μειονέκτημα. Επιχειρεί κυρίως έναν αρνητικό προσδιορισμό της κοινωνικοποίησης. Ορίζεται δηλαδή η κοινωνικοποίηση  θετικά, αλλά αρνητικά. Λέγεται τι δεν είναι ή τι δεν μπορεί να είναι η κοινωνικοποίηση. Αυτό το ελάττωμα θα μπορούσε να ξεπεραστεί με την προσφυγή στο γιουγκοσλαβικό πρότυπο όπου η κοινωνικοποίηση είναι όχι μόνο θετικά αλλά και λεπτομερειακά προσδιορισμένη. Μια τέτοια μέθοδος όμως θα περιόριζε τον ορίζοντα του προηγηθέντος ερευνητικού εγχειρήματος σε ένα και μόνο πείραμα κοινωνικοποιήσεων, θα αγνοούσε άλλα αντίστοιχα πειράματα του παρόντος και παρελθόντος και θα παραγνώριζε τη ζωντανή πραγματικότητα, μέσα από την οποία δεν αποκλείεται να ξεπηδήσουν νέες μορφές κοινωνικοποιήσεων και να διαμορφωθούν νέοι θεσμοί κοινωνικής ιδιοκτησίας, που θα ποικίλλουν από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή.

Συμπερασματικά επιλέγεται ότι ή πρόκριση της μιας από τις προαναλυθείσες τέσσερις δυνατότητες που διανοίγονται μετά την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής δεν είναι αποκλειστικά και μόνο ζήτημα πολιτικής επιλογής. Τουναντίον είναι συνάρτηση πολλών παραμέτρων μεταξύ των οποίων ο υποκειμενικός παράγοντας, δηλαδή ή απόφαση της πολιτικής εξουσίας, δεν είναι ούτε πρωταρχικός ούτε κυρίαρχος.

Ας μη λησμονείται ότι ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός μιας κοινωνίας δεν τελείται μέσα σε ιστορικό κενό. Προβάλλει μέσα από τα σπλάχνα της παλιάς κοινωνίας και φέρει τη σφραγίδα των αντιφάσεων που κληρονομεί από την προηγούμενη κοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι ή υλοποίηση του άλματος της σοσιαλιστικής αλλαγής μπορεί να περάσει από μορφές ιδιοκτησίας των παραγωγικών μέσων που δεν παρουσιάζουν την θεωρητική καθαρότητα των προαναφερθεισών τεσσάρων ιστορικά διαμορφωμένων μορφών ιδιοκτησίας, Δεν αποκλείεται δηλαδή η συνύπαρξη και των τεσσάρων παραπάνω ιδιοκτησιακών τύπων, είτε η μορφοποίηση ενός άλλου ιδιοκτησιακού τύπου μέσα από τον συνδυασμό στοιχείων και των τεσσάρων προαναλυθεισών μορφών ιδιοκτησίας. Η λύση στο πρόβλημα της ιδιοκτησίας των παραγωγικών μέσων εξαρτάται και από πολλούς και ποικίλους παράγοντες και γι’ αυτό δεν μπορεί να είναι ποτέ εκ των προτέρων δεδομένη.

Αναδημοσιεύσεις:

Αρθρογραφία/Δημοσιεύσεις

Η αρθρογραφία και οι δημοσιεύσεις του Γιάννη Μαντζουράνη ανά κατηγορία ενδιαφέροντος.