αναζήτηση

Ενότητα: Μύθος και απομυθοποίηση

1. Ενώ η πορεία των κομμάτων προς τον Λαό έχει ήδη αρχίσει και υπολείπονται μόλις 20 μέρες προεκλογικής περιόδου, η συζήτηση στο χώρο των δυνάμεων της αντιπολίτευσης πολώνεται γύρω από το πρόβλημα ΔΙΑΣΠΑΣΗ και ΕΝΟΤΗΤΑ. Άρθρα, συζητήσεις, δηλώσεις, ομιλίες, προεκλογικοί λόγοι, προγράμματα, μανιφέστα, διακηρύξεις όλα και όλοι θίγουν αυτό το πρόβλημα: καταγγέλλουν τη ΔΙΑΣΠΑΣΗ και καλούν σε ΕΝΟΤΗΤΑ.

Με πολλές διαστάσεις και σε διάφορα επίπεδα προβάλλει το ζεύγμα: ΔΙΑΣΠΑΣΗ – ΕΝΟΤΗΤΑ. Η μεν «διάσπαση» παρουσιάζεται σαν πραγματική κατάσταση στο χώρο του «υπάρχειν» και του «τώρα». Η δε «ενότητα» απαντάται είτε σαν σκοπός και πρόθεση, είτε σαν «δέον» και καθήκον, ή τέλος σαν στόχος και χρέος συνάμα. Έτσι το θέμα έχει αναχθεί σε ένα από τα καίρια και κύρια προβλήματα της προεκλογικής περιόδου. Τροφοδοτεί τη συνθηματολογία των κομμάτων της αντιπολίτευσης και λειτουργώντας μυθοπλαστικά χρησιμοποιείται από όλες τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης  για να δικαιολογήσει την πολεμική τους ενάντια στο ΠΑΣΟΚ, για να δικαιώσει τις πολιτικές επιλογές τους και τέλος για να μυθολογήσει μια «αντιπασοκική ενότητα».

2. Το αίτημα της ενότητας ή το παρεμφερές της συνεργασίας και το παραπλήσιο  της συμμαχίας έχουν μια σχετικά πρόσφατη και σύντομη ιστορία. Αμέσως μετά τη μεταπολίτευση του 1974 οι εκκλήσεις για Ενότητα διαδέχονται η μία την άλλη. Ο κάθε πολιτικός χώρος όμως νοηματοδοτεί με διαφορετικό περιεχόμενο την έκκλησή του, εκκινεί από άλλη αφετηρία και στοχεύει αλλού. Η ανάμνηση του 53%  του 1964 περιορίζει τον ορίζοντα της ενότητας στην απλή ανασύσταση της Ε.Κ., ενώ το Κ.Κ.Ε. εσ. και η ΕΔΑ δικαιώνουν τα πλαίσια με βάση την «εθνική αντιδικτατορική δημοκρατική ενότητα» (ΕΑΔΕ) και το ΚΚΕ αποβλέπει στην αντιιμπεριαλιστική συσπείρωση κάτω από την καθοδήγησή του. Το ΠΑΣΟΚ – πολιτική προέκταση της αντίστασης και γέννημα των αναγκών του τόπου – θεώρησε την ενότητα κάτω από τις προϋποθέσεις και συνθήκες εκείνης της ιστορικής στιγμής  ουσιαστικά ατελέσφορη και πολιτικά επιζήμια. Κι αυτό γιατί τα πάντα ήταν σε κυοφορία ή σε εμβρυακή κατάσταση. Και η αντιστοιχία κοινωνικών χώρων και πολιτικών φορέων ήταν αδιαμόρφωτη και οι πολιτικοί φορείς ήταν υπό δημιουργία και οι πολιτικές γραμμές ανεπεξέργαστες ή μη αποσαφηνισμένες. Μια ενότητα – με αυτά τα δεδομένα – λειτουργεί αποπροσανατολιστικά, στομώνει την πολιτική ζωή του τόπου και συσκοτίζει τον πολιτικό ορίζοντα. Μια τέτοια ενότητα είναι καρπός ανεπίτρεπτων συμβιβασμών, γιατί, αντί να διευθετεί και να συνθέτει, καλύπτει τις αντιθέσεις.

Παρ’ όλα αυτά όμως πριν από τις εκλογές του Νοέμβρη του 1974  μια σειρά από διαδικασίες οδήγησαν τελικά στη μορφοποίηση κάποιων συγχωνεύσεων και ορισμένων ενοποιήσεων. Έτσι στις εκλογές του 1974 η αντιπολίτευση παρουσιάστηκε με τρία σχήματα: το ΠΑΣΟΚ, την Ενωμένη Αριστερά, που συναπαρτίστηκε από το ΚΚΕ το ΚΚΕ εσ. και την ΕΔΑ, και την Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις και τη Χριστιανική Δημοκρατία. Τόσο η μεταγενέστερη διάλυση της Ενωμένης Αριστεράς, όσο και η διάσπαση της Ένωσης Κέντρου – Νέες Δυνάμεις όχι μόνο δικαίωσαν τις πολιτικές εκτιμήσεις του ΠΑΣΟΚ, αλλά και απόδειξαν πόσο επισφαλή είναι παρόμοια επιχειρήματα.

3. Μετά τις εκλογές του 1974 προβάλλει και πάλι το αίτημα της ενότητας με διάφορες μορφές. Τελικά όμως συγκεκριμενοποιείται σε δυο προτάσεις: η μια είναι «συμμαχία των δημοκρατικών δυνάμεων» και η άλλη «δημοκρατική συνεργασία στο χώρο της αντιπολίτευσης».

Πρωτοβουλίες αναλήφθηκαν από πολλές πλευρές. Με εξαίρεση όμως τη συνεργασία των δυνάμεων της αντιπολίτευσης σε μερικά επιμέρους θέματα, όπως λ.χ. το Σύνταγμα, όλες οι προσπάθειες ναυάγησαν, γιατί προσέκρουσαν σε δύο εμπόδια των οποίων η υπέρταση στάθηκε αδύνατη. Η μια δυσκολία συνίσταται στο ποιες δυνάμεις θα συναπαρτίσουν τη «Συμμαχία των δημοκρατικών δυνάμεων». Το άλλο κώλυμα είναι οι προγραμματικές διαφορές σε θέματα αρχών.

4. Όσον αφορά το ποιους φορείς θα συμπεριλάβει «η ενότητα των δημοκρατικών δυνάμεων» υπάρχει ασυμφωνία.

Η ΕΔΗΚ, όπως ειπώθηκε και στη Συνδιάσκεψή της στην Κρήτη, θεωρεί σαν μόνη διέξοδο από τη ΔΙΑΣΠΑΣΗ την αυτοδιάλυση του ΠΑΣΟΚ και την ανασύσταση «της μεγάλης δημοκρατικής παρατάξεως του 53%». Δηλαδή, αδυνατεί να συλλάβει ή αρνείται να αποδεχτεί την πραγματικότητα. Αυτό θυμίζει στρουθοκάμηλο, που κρύβει το κεφάλι της στην άμμο και φαντάζεται ότι τα πάντα γύρω της εξαφανίζονται. Ακόμη σιωπά στις εκκλήσεις για ενότητα, τόσο του ΚΚΕ, όσο και του ΚΚΕ εσ. και της ΕΔΑ. «Άλλωστε έχει επανειλημμένα διακηρύξει ότι σταματά εκεί, όπου αρχίζει η μαρξιστική αριστερά».

Το ΚΚΕ αρνείται να συζητήσει με το ΚΚΕ εσ.

Το ΚΚΕ εσ. και η ΕΔΑ, μολονότι διαφωνούν στη μορφή, που θα λάβει η «συμμαχία των δημοκρατικών δυνάμεων, διευρύνουν τα όρια μιας τέτοιας συμμαχίας μέχρι και «το πιο προοδευτικό κομμάτι της Νέας Δημοκρατίας». Τελευταία μόνον ο κ. Η. Ηλιού απόκλεισε το «επικίνδυνο» ΠΑΣΟΚ. (Πρβλ. Δηλώσεις Η. Ηλιού στην «Απογευματινή»).

Το ΠΑΣΟΚ δέχεται την «ενότητα» σαν «δημοκρατική συνεργασία των δυνάμεων της αντιπολίτευσης» πάνω σε συγκεκριμένα θέματα, χωρίς να αποκλείει κανένα προοδευτικό πολιτικό φορέα.

5. Εκεί όμως, όπου οι διαφωνίες έχουν ευρύτερο άνυσμα, είναι οι προγραμματικές διαφορές σε θέματα αρχών.

Η ΕΔΗΚ δεν πρότεινε ποτέ συγκεκριμένο πρόγραμμα από 3 σημεία: α) εκδημοκρατισμός του δημόσιου βίου, β) αποτίναξη της αμερικανικής εξάρτησης και γ) ανακούφιση των φτωχών τάξεων από τα οικονομικά βάρη.

Το ΚΚΕ εσ. εμμένει στην πολιτική της εθνικής αντιδικτατορικής δημοκρατικής ενότητας  και προτείνει μια συμμαχία ενάντια στον κίνδυνο δικτατορικής εκτροπής και στην ακροδεξιά.

Το ΠΑΣΟΚ ζήτησε τη θεμελίωση της δημοκρατικής συνεργασίας των δυνάμεων της αντιπολίτευσης πάνω σε κοινές θέσεις. Ήδη από τον Νοέμβρη του 1976 ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ – σε επιστολή του προς τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης – προσδιόρισε 10 σημεία, όπου θα ’ταν δυνατή και αναγκαία η δημοκρατική συνεργασία. Τα σημεία αυτά ήσαν: 1) Κυπριακό, 2) Αιγαιακό, 3) Βάσεις, ελληνοαμερικανική συμφωνία – πλαίσιο, 4) Εθνική Άμυνα, 5) Αποχουντοποίηση, Εκδημοκρατισμός, Ελληνοποίηση του Κράτους, 6) Δικαιοσύνη, 7) Συνδικαλισμός,  8) Τοπική Αυτοδιοίκηση, 9) Έλεγχος των μονοπωλίων, 10) Παιδεία. Στην ίδια επιστολή όμως τονίζονταν ότι: «Κάτι τέτοιο δεν αποτελεί εκλογικό μέτωπο, ούτε μας δεσμεύει στην προώθηση από κάθε κόμμα των θέσεων που είναι αποκλειστικά δικές του». Η απόφαση της Α΄ Πανελλήνιας Συνδιάσκεψης του ΠΑΣΟΚ για αυτόνομη κάθοδο του Κινήματος στις εκλογές επιβεβαιώνει την παραπάνω αντίληψη του ΠΑΣΟΚ για τη δημοκρατική συνεργασία των δυνάμεων της αντιπολίτευσης. Η ίδια αντίληψη πρυτανεύει και στην πρόταση του ΠΑΣΟΚ στις 12/8/1977 για τη διαμόρφωση ενός μίνιμουμ προγράμματος πάνω σε 3 κύκλους θεμάτων: α) ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ. β)  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ. γ) ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ.

Και σ’ αυτή την πρόταση δεν υπήρξε αντιπρόταση. Ακολούθησε όμως πολεμική και επίθεση κατά του ΠΑΣΟΚ, όπου τη νεολαία της «αντιενότητας» διαδέχετο η δημαγωγία του «ηγεμονισμού», του «καισαρισμού» και του «μονοκομματισμού».

Στην απρόκλητη και συντονισμένη επίθεση κατά του ΠΑΣΟΚ και εκ μέρους της ΕΔΗΚ, και του ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσ., καθώς και των άλλων εταίρων της «Συμμαχίας προοδευτικών και Αριστερών Δυνάμεων» εύλογη προβάλλει η ΑΠΟΡΙΑ: αφού όλοι κόπτονται για «ενότητα», γιατί δεν την πραγματοποιούν οι ίδιοι;

6. Επειδή όμως το πρόβλημα της ενότητας συνδέεται οργανικά και συναρθρώνεται άρρηκτα με το Αίτημα της Αλλαγής. Γι’ αυτό και δεν έχει λόγο ύπαρξης μια «ενότητα» με άμεσο στόχο μια εκλογική νίκη, αν οι προϋποθέσεις για μια τέτοια νίκη παρεμποδίζουν την Αλλαγή και ακυρώνουν τους λαϊκούς πόθους.

Επειδή όμως η Αλλαγή είναι μια μακροχρόνια διαδικασία και «όχι μια επαναστατική ανατροπή ή βιαστική επιδίωξη στόχων, που δεν μπορούν να θεωρηθούν λαϊκοί στόχοι», η ενότητα εντάσσεται λειτουργικά σαν μια συνιστώσα διεργασία μέσα στην πορεία προς  την Αλλαγή. Κατακτιέται δηλαδή από τον Λαό. Βασίζεται στην ιστορική πείρα του. Ουσιώνεται από τις διαδικασίες, οι οποίες υλοποιούν και πραγματώνουν  «τους δομικούς μετασχηματισμούς στην οικονομική και κοινωνική τάξη, που έχουν ωριμάσει στη λαϊκή συνείδηση «, και νευρώνεται από τις διεργασίες στη λαϊκή βάση, που τελικά προσδιορίζουν τη μορφή  και το πρόγραμμα του φορέα της αλλαγής. Γι’ αυτό και η βιαστική επιβολή ενός ενιαίου πολιτικού φορέα από τα πάνω και την ενότητα δεν υπηρετεί και «Δούρειος Ίππος» για το λαϊκό κίνημα μπορεί να γίνει.

7. Η ενότητα δεν είναι πρόβλημα αυτόνομο και αυτοτελές. Ειδικότερα σήμερα διαπλέκεται με δυο σημαντικά και καίρια προβλήματα της ελληνικής πολιτικής ζωής:

α. Είναι επιτακτική ανάγκη η συγκρότηση γνήσιων και αποτελεσματικών πολιτικών φορέων.

Και ενώ η γνησιότητα ενός πολιτικού φορέα εκτιμάται ποιοτικά, η αποτελεσματικότητά του μετριέται ποσοτικά.

Δυο στοιχεία προσδιορίζουν τη γνησιότητα ενός πολιτικού φορέα: η κοινωνική σύνθεσή του και η πραγματική αντιστοιχία ανάμεσα στο «φαίνεσθαι» και στο «είναι» του.  Δηλαδή ποιοι είναι αυτοί, που τον αποδέχονται; Αν τους εκφράζει και πώς τους αντιπροσωπεύει;

Δύο παράγοντες καθορίζουν την αποτελεσματικότητα ενός πολιτικού οργανισμού: η λαϊκή απήχησή του και η διαμορφωτική – επηρεαστική δύναμή του. Δηλαδή πόσους εκφράζει, αντιπροσωπεύει και κινητοποιεί; Αν και πώς παρεμβαίνει και διαμορφώνει το «πολιτικό γεγονός»;

Ο ελληνικός δημόσιος βίος χρειάζεται ξεκαθάρισμα, Η αοριστία και η σύγχυση βλάπτουν το λαϊκό κίνημα.

«Η διάσπαση είναι καλύτερη από τη σύγχυση, που εμποδίζει και την ιδεολογική, θεωρητική, επαναστατική ανάπτυξη και ωρίμανση του κόμματος και την αρμονική, πραγματικά οργανωμένη πρακτική δουλειά.

Γνήσιοι και αποτελεσματικοί φορείς δεν οικοδομούνται μέσα από ψευτοενότητες και Συμμαχίες ποικιλίας. Βιώσιμες πλειοψηφίες και ισχυρές Κυβερνήσεις δεν στηρίζονται σε πολιτικά μωσαϊκά, όπου τουναντίον «συνωθούνται στοιχεία που δεν λειτουργούν ως υλικά συνοχής, αλλά ως σπέρματα διάλυσης».

Σήματα, που προεκλογικά εμφανίζονται καλώντας σε |»ενότητα», χωρίς καν να έχουν αποφασίσει τη μορφή της μετεκλογικής παρουσίας του ούτε γνήσιοι ούτε αποτελεσματικοί πολιτικοί φορείς μπορεί να είναι. Παρόμοια ετερογενή και ετερόκλιτα κατασκευάσματα δεν κερδίζουν την εμπιστοσύνη του Λαού και ουδέποτε επιβιώνουν.

β. Η «ενότητα για την Αλλαγή» δεν συμβιβάζεται με τη λογική των παζαρεμάτων. Συναρτάται άμεσα με ζητήματα αρχών, οι οποίες δεν επιδέχονται υποχωρήσεις και συμβιβασμούς.

Είναι βέβαια αλήθεια ότι «το να αρνιέσαι τους συμβιβασμούς ‘‘από άποψη αρχών’’, το να αρνιέσαι γενικά οποιοδήποτε συμβιβασμό, αποτελεί παιδαριωδία που είναι δύσκολο ακόμα και να την πάρει κανείς στα σοβαρά». «Υπάρχουν όμως συμβιβασμοί και συμβιβασμοί. Πρέπει να ξέρεις να αναλύεις την κατάσταση και τους συγκεκριμένους όρους κάθε συμβιβασμού ή κάθε ποικιλίας συμβιβασμών. Πρέπει να μάθεις να ξεχωρίζεις τον άνθρωπο, που έδωσε στους ληστές λεφτά και όπλο για να περιορίσει το κακό, που θα έκαναν οι ληστές και να διευκολύνει τη σύλληψη και εκτέλεσή τους, από τον άνθρωπο, που δίνει στους ληστές λεφτά και όπλο, για να πάρει μέρος στο μοίρασμα της λείας».

Στις σημερινές συνθήκες και με τους όρους, που θέτουν τα διάφορα κόμματα της αντιπολίτευσης η «ενότητα» μπορεί να προκύψει μόνον σαν προϊόν ανεπίτρεπτων συμβιβασμών. Κι αυτό γιατί υποχωρήσεις σε θέματα, όπως π.χ. η αποχώρηση από το ΝΑΤΟ (πολιτικό και στρατιωτικό σκέλος) το Κυπριακό και Αιγιακό πρόβλημα, η ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ., αποτελούν εκπτώσεις σε ζητήματα αρχών, όπως η εθνική ανεξαρτησία, η λαϊκή κυριαρχία και η κοινωνική απελευθέρωση. Κι αν κάτι τέτοιο αποτελεί επικίνδυνο σύμπτωμα για ένα προοδευτικό πολιτικό φορέα, είναι καρκίνωμα για ένα σοσιαλιστικό λαϊκό κίνημα. 

 Όλα, όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, προβάλλουν αψιμυθίωτα τα αίτια και αποκαλύπτουν χωρίς περιστροφές και παραπετάσματα τις πραγματικές «σταθερές» του ελληνικού πολιτικού χώρου, που συντηρούν τη διάσπαση και δεν επιτρέπουν την πραγμάτωση της ενότητας των δυνάμεων της αντιπολίτευσης.

8. Η ΔΙΑΣΠΑΣΗ είναι μια πραγματική κατάσταση.

Μπορεί όμως να εξελιχθεί και να κυοφορήσει σχήματα αποτελεσματικής πολιτικής δράσης. Επειδή δεν αναιρεί, ούτε αποκλείει τη συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων πάνω σε συγκεκριμένα θέματα, μπορεί να αποτελέσει μέσο για μια σύνθετη πολιτική πρακτική, που υπερβαίνει τις ασάφειες και τη δυσλειτουργικότητα μιας πρόωρης και ευκαιριακής συγκόλλησης.

Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια βρίσκεται και η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για «μετεκλογική Συνεργασία των δημοκρατικών δυνάμεων».

Μια παρόμοια συνεργασία, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την προώθηση μιας συμμαχίας των δημοκρατικών δυνάμεων, σέβεται τη λαϊκή βάση και δεν προκαταλαμβάνει. Κι αυτό γιατί μια μετεκλογική συνεργασία, η οποία θα γίνει με βάση τους δυναμικούς συσχετισμούς, που θα προκύψουν από τις εκλογές, θα έχει επιτρέψει στη λαϊκή βάση και να αποφασίσει η ίδια πώς θα εκφραστεί και να καθορίσει πάλι η ίδια όλους τους συσχετισμούς και ισορροπίες. Μόνο όσοι αντιλαμβάνονται τη λαϊκή βάση σαν εκλογική πελατεία, επιχειρούν ερήμην της προσυμφωνημένα μοιράσματα. Παρόμοιες όμως απόπειρες διανομής μένουν και ιστορικά αδικαίωτες και δημοκρατικά ανομιμοποίητες.

Μόνο η συνεργασία και η σύμπραξη των δημοκρατικών δυνάμεων πάνω σε συγκεκριμένα θέματα θα λειτουργήσουν, όπως η ζύμη, για να γίνει η συμμαχία «άρτος ζωής». Αντίθετα η μυθολογία της ενότητας που άκριτα και απρόκλητα μετατρέπεται σε αντι-πασοκική ιερεμιάδα, παίζει επικίνδυνο παιχνίδι στο χρηματιστήριο της μαζικής σύγχυσης.

Αναδημοσιεύσεις:

Αρθρογραφία/Δημοσιεύσεις

Η αρθρογραφία και οι δημοσιεύσεις του Γιάννη Μαντζουράνη ανά κατηγορία ενδιαφέροντος.