αναζήτηση

ΕΚΛΟΓΕΣ: ΘΕΑΜΑ Η ΟΥΣΙΑ ;

Οι επικείμενες βουλευτικές εκλογές και ο διεξαγόμενος προεκλογικός αγώνας των κομμάτων επαναφέρουν στο επίκεντρο του δημοσίου ενδιαφέροντος  τα “αιωνίως επίκαιρα” ερωτήματα γύρω από την φύση και τον χαρακτήρα της εκλογικής αντιπαράθεσης.  Μολονότι η εκλογική στρατηγική και τακτική των διαφόρων πολιτικών κομμάτων υπήρξε αντικείμενο πλούσιας αρθρογραφίας και εκτεταμένης συζήτησης στα ΜΜΕ είναι αναγκαία και σκόπιμη η αναγωγή σε μια γενικώτερη προβληματική, που συστηματοποιεί τα βασικά χαρακτηριστικά της παρούσας εκλογικής μάχης, αναδεικνύει την ιδιαιτερότητα των μεθόδων και μέσων διεξαγωγής του εκλογικού αγώνα και αποκαλύπτει τις συνιστώσες το ζοφερό πολιτικό τοπίο συνθήκες χειραγώγησης του εκλογικού σώματος.

Πέρα από τα διαφημιστικά τρύκ, τα συνθηματολογικά στερεότυπα, τα φραστικά πυροτεχνήματα και τους τακτικούς χειρισμούς, που οι διάφοροι “σύμβουλοι επικοινωνίας” και οι πολυποίκιλες διαφημιστικές εταιρείες εφευρίσκουν και πωλούν έναντι αδρής αμοιβής στα πολιτικά κόμματα, αλλού η εντοπίζεται η ειδοποιός διαφοράς της παρούσας προεκλογικής αντιπαράθεσης από τις προηγούμενες προεκλογικές περιόδους.  Η κύρια διαφοροποίηση έγκειται στην αποϊδελογικοποίηση της προεκλογικής διαμάχης και στην αποπολιτικοποίηση της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης, που αφενός μεν οφείλονται στην επικράτηση των κατάλληλων αντικειμενικών συνθηκών, αφετέρου δε επετείνεται από την δραστική παρέμβαση ισχυρών κέντρων πολιτικοοικονομικής ισχύος, τα οποία επιδιώκουν την μορφοποίηση των υποκειμενικών όρων και παραμέτρων διεξαγωγής της προεκλογικής αντιπαράθεσης σε ευνοϊκό για τα συμφέροντά τους περιβάλλον.

Τα δύο προμνησθέντα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης συνοδεύονται και συναρτώνται με επίμερους δεδομένα και συνιστώσες, που προσδιορίζουν το προεκλογικό τοπίο, όπως είναι η δραματική μείωση της λαϊκής συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία και η συνακόλουθη τηλεοπτικοποίηση του προεκλογικού αγώνα, η ενίσχυση του δικομματισμού με την συνεπόμενη ενδυνάμωση του δημοψηφισματικού χαρακτήρα των προσεχών εκλογών, ο εξαμερικανισμός της προεκλογικής διαμάχης με την συνεπακόλουθη προσωποποίηση της εκλογικής αντιπαράθεσης, η ποδοσφαιροποίηση της εκλογικής αναμέτρησης με την συνακόλουθη υποβάθμιση του πολιτικού διαλόγου, καθώς και η ρευστότητα των εκλογικών συμπεριφορών.

Παρά τους αυτονόητους περιορισμούς, που επιβάλλει η οικονομία ενός δημοσιογραφικού κειμένου, σκόπιμη είναι μία αδρομερής και εν συντομία ανάλυση των προαναφερομένων στοιχείων, τα οποία με τις αλληλεξαρτήσεις και αλληλεπιδράσεις τους συνθέτουν την κρίσιμη μάζα, που χαρακτηρίζει ποιοτικώς το πεδίο της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης.

Είναι αληθές ότι, μετά το 1989, οι δραμματικές αλλαγές σε παγκόσμιο επίπεδο οδήγησαν σε σημαντική απάλυνση των ιδεολογικών διαφορών με λογικό συνεπακόλουθο την αποφόρτιση των μεγάλων πολιτικών παθών και των μαζικών κομματικών ταυτίσεων στην στέρεη βάση μιας συνεκτικής ιδεολογίας και κατέληξαν στην προσέγγιση των βασικών προβλημάτων της κοινωνίας με περισσότερο πρακτικό και λιγότερο ιδεολογικό τρόπο και κατ’ ακολουθίαν στην προγραμματική όσμωση των πολιτικών δυνάμεων και κυρίως των απανταχού και πάντα δύο βασικών ανταγωνιστικών κομματικών σχηματισμών διεκδίκησης της κυβέρνητικής εξουσίας.

Αυτή η σύγκλιση των δύο κύριων κομματικών πόλων προς το καλούμενο “μοντέλο μειωμένης εναλλακτικότητας” ή άλλως προς το “μεσαίο χώρο του κέντρου” θέτει στο περιθώριο τις προτάσεις πολιτικών κομμάτων διαμαρτυρίας ή ιδεών και οδηγεί σε ενίσχυση του εν Ελλάδι διαβόητου δικομματισμού και διόγκωση του πολιτικού κενού, που δημιουργείται τόσο σε συμβολικό επίπεδο όσο και στο πεδίο της αντιπροσώπευσης των πολιτών στο πολιτικό σύστημα άσκησης της κρατικής εξουσίας.

Ταυτοχρόνως με την έλλειψη μεγάλων διλημμάτων, οραματικών οριζόντων και κινητήριων μύθων, η μετατόπιση της εκλογικής διαμάχης από το κακόφημο “πεζοδρόμιο” στον “καναπέ του σαλονιού” και στο “γυαλί της τηλεόρασης” συνεφέλκεται μια σταδιακή και διαρκώς εντεινόμενη απομείωση της λαϊκής συμμετοχής στα εκλογικά δρώμενα και την υποκατάσταση του πολιτικού συνθήματος από το διαφημιστικό τηλεοπτικό μήνυμα. 

Με άλλες λέξεις, η τηλεοπτικοποίηση των εκλογών συνεπάγεται την απόσυρση των οπλιτών της κομματικής βάσης και των βαθμοφόρων της κομματικής ελίτ από τα γραφεία των κομματικών οργανώσεων, από τα εκλογικά κέντρα, από την διανομή φυλλαδίων στους δρόμους, από τις προεκλογικές συγκεντρώσεις σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους και ενγένει την απουσία του λαϊκού παράγοντα από τις διαδικασίες διαμόρφωσης της πολιτικής βούλησης του εκλογικού σώματος, αφού τους εθελοντές μαχητές αντικατέστησαν οι επαγγελματίες μισθοφόροι του εκλογικού αγώνα.

Συν τοις άλλοις, παρατηρείται μια ποδοσφαιροποίηση της εκλογικής αντιπαράθεσης, που αντανακλάται εμφανώς τόσον στη μεταφορά και χρήση ποδοσφαιρικής ορολογίας στο πολιτικό λεξιλόγιο, όπως “ντέρμπυ”, “νίκη στα πέναλτυ”, “όμαδα με καλό τερματοφύλακα και πάγκο” κ.ο.κ. όσον και στην συμπεριφορά πολιτικών στελεχών, όπου απαντώνται φαινόμενα μεταπηδήσεων από κόμμα σε κόμμα δίκην μεταγραφών ποδοσφαιριστών από ΠΑΕ σε ΠΑΕ, χωρίς αιδώ και προβολή δικαιολογητικών λόγων με ιδεολογικό έρμα και πολιτική αιτιολογία.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο προβάλλει ως αναπόδραστη ανάγκη στο μεν επίπεδο των μελών της πολιτικής ελίτ η προσωποποίηση της εκλογικής αντιπαράθεσης και στο δε επίπεδο των απλών πλην ενεργών πολιτών η ρευστότητα των εκλογικών συμπεριφορών, αφού η σύγκριση και ο συναγωνισμός υποβιβάζεται από το πεδίο της ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης απόψεων, θέσεων, ιδεών και προγραμμάτων στο πεδίο της επιλογής προσώπων με κριτήρια στην καλύτερη περίπτωση, την εμπειρία, την μόρφωση, την επαγγελματική και κοινωνική καταξίωση κ.λ.π. και στην χειρότερη περίπτωση, την ηλικία, την εξωτερική εμφάνιση, την μοδάτη ένδυση και ενγένει όλα τα νεόκοπα στοιχεία του image, που επ’ ανταλλάγματι κτίζουν οι ποιλικώνυμοι image makers ή απλοελληνιστί ‘’διαμορφωτές της κοινής γνώμης και γνωμηγήτορες’’.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, σχεδόν όλα τα κομματικά επιτελεία με την συνδρομή των διαφημιστικών και επικοινωνιακών συμβούλων καταφεύγουν στην ολόσχερη υιοθέτηση των γνωστών μεθόδων, που αφειδώς προσφέρονται στη λεωφόρο Μάντισον, καταναλίσκονται στην ανεύρεση και τον εντοπισμό των “δεκτών’ των διαφόρων “μηνυμάτων” τους και ουσιαστικώς οδηγούνται σε μια άνευ όρων παράδοση στη λογική της κοινωνίας του θεάματος και στους κανόνες λειτουργίας της αγοράς καταναλωτικών προϊόντων.

Με δεδομένους τους πολυσυλλεκτικούς στόχους του προεκλογικού αγώνα όλων των πολιτικών κομμάτων, η έρευνα της ελληνικής πολιτικής αγοράς από τους ειδικούς επικοινωνιολόγους και τους ποικιλώνυμους διαφημιστές αποβλέπει στην διακρίβωση των ψηφοφόρων – στόχων του διαφημιστικού βομβαρδισμού, στην διαπίστωση των αναγκών και επιθυμιών των εκλογέων και στην ομαδοποίηση τους με κριτήρια, που υπηρετούν τόσον την προεκλογική πολυσυλλεκτικότητα ψήφων όσον και την μετεκλογική αποδιάρθρωση των πραγματικών κοινωνικών ιστών, που μεταβάλουν το Εκλογικό Σώμα από ευεπίφορο στις παντοειδείς χειραγωγήσεις άθροισμα ψηφοφόρων σε κυρίαρχο ιστορικό υποκείμενο.

Αυτές οι μεθοδεύσεις έχουν διαφανείς στόχους και υπηρετούν ορατές ομάδες είτε εμφανών είτε αδιαφανών οικονομικών συμφερόντων, που διαχέονται σε σχεδόν όλους τους κομματικούς μηχανισμούς και διαπλέκονται αρρήκτως με συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα, τα οποία διαδραματίζουν διακριτούς και δυστυχώς συχνά σημαντικούς ρόλους στα διάφορα κλειστά κυκλώματα της εξουσίας και της παραεξουσίας.

Η θεμελιώδης επιδίωξη των ενλόγω μεθοδεύσεων είναι ξεκάθαρη.  Τα πολιτικά κόμματα λειτουργούν ως εκλογικοί μηχανισμοί και απευθύνονται σε μεγάλα τμήματα του Εκλογικού Σώματος, τα οποία διαιρούνται και κατατάσσονται σε κατηγορίες με α-ταξικά ή ορθότερον δια-ταξικά κριτήρια, που αναφέρονται σε δευτερεύοντα και προσωρινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των εκλογέων με κύριο περιεχόμενο ανάγκες και πρότυπα της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εκτοξεύονται πανταχόθεν υποσχέσεις λ.χ. σε όλους τους φορολογουμένους, τους υποψήφιους φοιτητές, τους στρατιώτες ή τους στρατεύσιμους, τους κατόχους Ι.Χ. αυτοκινήτων, του ιδιοκτήτες ή τους μισθωτές ακινήτους, τους συναλασσόμενους στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών κ.ο.κ.

Εδώ είναι αξιοσημείωτον ότι:

α) εξομοιώνεται ο φορολογούμενος μεγαλοεισοδηματίας βιομήχανος, έμπορος, εφοπλιστής, ελεύθερος επαγγελματίας κ.λ.π. με τον φορολογούμενο αγρότη, εργάτη και υπάλληλο,

β) εξισώνεται ο υποψήφιος για τα ΑΕΙ τελειόφοιτος του αμερικανικού κολλεγίου με τον υποψήφιο για τα ΑΕΙ απόφοιτο ενός επαρχιακού λυκείου,

γ) ταυτίζεται ο πάμπλουτος και μορφωμένος ναύτης με τον πάμπτωχο και αμόρφωτο στρατιώτη,

δ) ισοπεδώνεται ο κάτοχος ενός πολυτελούς “Grand Cherokee” με τον κάτοχο ενός πάμθφηνου “Zastava”,

ε) αντιμετωπίζεται επί ίσοις όροις ο  μεγαλοϊδιοκτήτης ακινήτων με τον επί ξύλου κρεμάμενο μισθοσυντήρητο μισθωτή ακινήτου κ.λ.π..

Ετσι όμως αποκρύπτονται και αποσιωπώνται τα μόνιμα και σταθερά κοινωνικά, οικονομικά και ταξικά στοιχεία, που διαφοροποιούν τα μέλη του Εκλογικού Σώματος, ενώ τουναντίον υπερτονίζονται οι ανάγκες και τα πρότυπα του ατόμου, που υπολαμβάνεται κυρίως – αν όχι μόνον – ως καταναλωτής.

Με άλλες λέξεις, επιχειρείται ο κατακερματισμός του Εκλογικού Σώματος με προφανή στόχο καταρχήν την  απο–ϊδελογικοποίηση του εκλογικού αγώνα και συνακολούθως την απο–πολιτικοποίηση της εκλογικής αναμέτρησης.

Και σε αυτό το εγχείρημα συστρατεύονται ΜΜΕ, πολιτικά κόμματα και πρόσωπα, καθώς και επιφανείς φόρεις οικονομικών συμφερόντων ή άλλως “συμπάσα η διαπλοκή” και επιστρατεύονται όχι μόνον οι καταναλωτικές τάσεις των εκλογέων αλλά και οι ζωντανές η “εν υπνώσει” εμπειρίες, μνήμες και παραστάσεις των Νεοέλληνων. 

Ειδικώτερον, εκτός από τον καταναλωτισμό ανασκαλεύονται μεταπολεμικά τραύματα και αναξέονται πληγές του παρελθόντος, ενώ επιδιώκεται η σύζευξη τόσον του καταναλωτικού παρόντος όσο και του ατομικιστικού παρελθόντος των μελών της νεοελληνικής κοινωνίας και επιχειρείται η αξιοποίηση όλων των αρνητικών συνεπειών της γεμάτης απογοητεύσεις μεταπολεμικής εξέλιξης του ελληνικού λαού.  Κυρίως όμως γίνεται άγρια εκμετάλλευση της κοινής διαπίστωσης ότι μετά την απώλεια της μάχης για μια καλύτερη ζωή στο συλλογικό επίπεδο, οι Νεοέλληνες αναγκαστικώς καταφεύγουν σε διεξόδους επιβίωσης και ευτυχίας στο ατομικό επίπεδο.  Δηλαδή, αφού χάθηκε η ελπίδα της συλλογικής κοινωνικής ευτυχίας, αρχίζει το κυνήγι του προσωπικού βολέματος στο κύκλωμα της παραοικονομίας και του παρασιτισμού με την προσφυγή στο “τζόγο” και εσχάτως στο Χρηματιστήριο Αξιών, στο φαύλο κύκλο της μικροκομπίνας, του ρουσφετιού και της αθέμιτης συναλλαγής με τους φορείς της κρατικής εξουσίας κ.ο.κ.

Εδώ όμως παραγνωρίζεται μια κρίσιμη διάσταση της σύγχρονης πολιτικής πραγματικότητας, αφού δεν αποδίδεται η πρέπουσα σημασία στα υπαρκτά κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα του τόπου και δεν είναι ορατές οι προκριτέες λύσεις τους μέσα στο πολυδάπανο και πολυτελές διαφημιστικό υλικό των πολιτικών κομμάτων και προσώπων, το οποίο αφειδώς διοχετεύεται στην αγορά και σχεδόν μονοπωλεί την προσοχή των κομματικών επιτελείων.

Η θεμελιώδης αδυναμία της περιγραφείσας στρατηγικής και τακτικής διεξωγαγής του προεκλογικού αγώνα οξύνεται με την μεταφορά και εφαρμογή εκλογικών μεθόδων και τεχνικών, που αγνοούν βασικά δομικά χαρικτηριστικά της νεοελληνικής κοινωνίας. Η εγκατάλειψη του κλασικού εμπειρισμού και λαϊκισμού και η υιοθέτηση της “μοριοποίησης” του εκλογικού σώματος με βάση τον καταναλωτισμό του παρόντος και τις λαϊκές απογοητεύσεις του παρελθόντος δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι αποτελεί μία εκ των προτέρων επιτυχή επιλογή.  Και αυτό , όχι τόσον γιατί στην πολιτική τα πάντα κρίνονται “εκ του αποτελέσματος”, όσον γιατί οι ενλόγω συνταγές των επικοινωνιολόγων και διαφημιστών έχουν εφαρμοσθεί με επιτυχία σε αναπτυγμένες κοινωνίες του μητροπολιτικού καπιταλισμού με ιδιαιτέρως υψηλό βαθμό ολοκλήρωσης του κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού συστήματος και ενσωμάτωσης των διαφόρων κοινωνικών ομάδων στο κυρίαρχο σύστημα.  Η Ελλάδα, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις επίσημων κρατικών φορέων, παραμένει μία κοινωνία της περιφέρειας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που ακόμη ζει τους κραδασμούς της μετάβασης από την υπανάπτυξη στην ανάπτυξη ή ορθότερον τις δυσλειτουργίες και δυσμορφίες του φαινομένου της “ανάπτυξης της υπανάπτυξης”, το ελληνικό έθνος αντιμετωπίζει οξύ και χρόνιο πρόβλημα ανεξαρτησίας, αυτοδιάθεσης σημαντικών τμημάτων του και κινδύνου της εδαφικής ακεραιότητάς του, ο ελληνικός λαός διατρέχεται από έντονες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αντιθέσεις, που με την ακολουθηθείσα πολιτική ένταξης στην ΟΝΕ διευρύνονται και μετατρέπουν την ελληνική κοινωνία σε κοινωνία, όπου το 1/3 απολαμβάνει οικονομική ευμάρεια, το 1/3 εξασφαλίζει ικανοποιητικούς όρους διαβίωσης και το 1/3 ζει υπό συνθήκες ανέχειας ή κάτω από το ανεκτό όριο φτώχειας.

Κάτω από αυτούς τους όρους γίνεται εξαιρετικώς δύσκολη αν όχι επικίνδυνη για τα διάφορα κομματικά επιτελεία η επιχείρηση αποϊδεολογικοποίησης και αποπολιτικοποίησης της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης με την αντιπαράθεση της κοινωνίας των καταναλωτών στην κοινωνία των πολιτών ή επί το λαϊκότερον η προσπάθεια εκπόρνευσης της ελληνικής πολιτικής ζωής και εκμαυλισμού των ελλήνων εκλογέων.

Το Εκλογικό Σώμα αναμένει σοβαρές εξηγήσεις για την κρίση, που μαστίζει την ελληνική κοινωνία, και κυρίως πειστικές προτάσεις για το μέλλον.

Οι αμερικάνικες συνταγές των ρομαντικών τηλεοπτικών εικόνων με το ανέμελο στύλ των πρωταγωνιστών της εκλογικής αναμέτρησης δεν απαντούν στα καυτά ερωτήματα, τα οποία βασανίζουν τους εκλογείς και αφορούν την παιδεία, που βρίσκεται σε ασφυκτικό τέλμα και απειλεί με παράλυση την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη, την υγεία, που αντιμετωπίζεται με όρους τριτοκοσμικής χώρας, την κοινωνική ασφάλιση, που αποτελεί ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της κοινωνικής συνοχής, τις δημόσιες συγκοινωνίες, που καταταλαιπωρούν τους χρήστες τους, την εξωτερική πολιτική, που ασκείται με ερασιτεχνισμό και ταπεινωτικούς για τον περήφανο ελληνικό λαό όρους κ.ο.κ.

Υπομονή όμως ……… Η ώρα της κρίσης πλησιάζει. “Οψόμεθα ες Φιλίππουςτην 9-4-2000, οπότε θα λάβει τέλος η παράσταση του τηλεοπτικού γκλάμουρ και του πολιτικού κιτς. Η επικράτηση της πραγματικής ζωής επί της εικονικής πραγματικότητας και η συνακόλουθη επάνοδος της πολιτικής στο επίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος είναι το μέγα ζητούμενο των επικείμενων εκλογών.

Τα φλέγοντα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα εκδικούνται.  Οι υπεράνω κομματικών συνόρων υγιείς πολιτικές δυνάμεις του ελληνικού λαού καιροφυλακτούν και οι πολίτες γνωρίζουν ότι οι πράξεις μιλούν πιο δυνατά από τις λέξεις και τις εικόνες.

ΔΕΙΝΟΜΑΧΟΣ

Αναδημοσιεύσεις:

Αρθρογραφία/Δημοσιεύσεις

Η αρθρογραφία και οι δημοσιεύσεις του Γιάννη Μαντζουράνη ανά κατηγορία ενδιαφέροντος.